Και όμως τους σκότωσαν!
Η δυνατή φωνή του
πατέρα προς την κόρη μπροστά στο απόσπασμα των Γερμανών φασιστών στα Καλάβρυτα , χαρακτηρίζει όλη την Ελλάδα της
αντίστασης. Η σημερινή Ελλάδα και οι έλληνες κάτοικοι της αθλιότητας, δεν έχουν
καμία δυστυχώς σχέση με αυτούς τους απλούς
και γενναίους ανθρώπους της κατοχής και του «ολοκαυτώματος». Απλά παρατηρούν
τον θάνατο από τις τηλεοράσεις, περιμένοντας την δικής τους σειρά, όπως ακριβώς οι Εβραίοι έβλεπαν τους άλλους ομοεθνείς τους να πορεύονται προς το κολαστήριο των φούρνων, περιμένοντας και αυτοί την δική τους σειρά.
Ο σημερινός όμως
φασισμός[1]
στην Ελλάδα υπήρξε αποτέλεσμα της ανεξάρτητης και αναπόφευκτα προαποφασισμένης συνέχειας των γεγονότων εξαντλητικού
δανεισμού και πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας τα τελευταία τουλάχιστον 50
χρόνια. Ο φασισμός συνιστούσε τότε και τώρα, δημιούργημα και ελεγχόμενο όργανο της άρχουσας
αστικής τάξης , της πολιτικής και των επιχορηγήσεων του διεθνούς κεφαλαίου,
μέσω κυρίως της ΕΕ στην περίπτωση της Ελλάδας, που ως
κυρίαρχη χώρα είναι ακόμη μέλος της. Η Ελλάδα είναι κυρίαρχο ανεξάρτητο
δημοκρατικό κράτος. Είναι όμως έτσι?
Βασικό χαρακτηριστικό του έθνους - κράτους
είναι η κυριαρχία.[2] Μια
χρήσιμη διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στην εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία. Η εσωτερική κυριαρχία αφορά την
ανώτατη και νόμιμη εξουσία που έχει το κράτος πάνω στους πολίτες του. Η εξωτερική κυριαρχία,
αναφέρεται στην αναγνώριση από τα υπόλοιπα κράτη της ανεξαρτησίας, της εδαφικής
ακεραιότητας και του απαραβίαστου κάθε κράτους, όπως αυτό αντιπροσωπεύεται από
την κυβέρνησή του.
Φαντάζει
λοιπόν εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η χώρας μας έχει παραιτηθεί αμετάκλητα από
την ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία, μεταβιβάζοντας θεμελιώδεις αρχές και λειτουργίες
του κράτους στην ΕΕ και τους δανειστές της από το 2011 μέσω μνημονίων ή άλλων
συμφωνιών τραπεζικού τύπου.
Σήμερα ακόμη καμιά κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει ακόμη να παίξει το χαρτί του εθνικισμού στην Ελλάδα της
κρίσης. Ας δούμε το γιατί. Οι όροι «έθνος» και «κράτος» διαφέρουν
εννοιολογικά, αλλά συχνά χρησιμοποιούνται ο ένας στη θέση του άλλου. Το «έθνος»
υποδηλώνει μια κοινή εθνική και πολιτιστική ταυτότητα που συμμερίζεται ένας
λαός. Το «κράτος» χαρακτηρίζεται, ως μια πολιτική μονάδα που ορίζεται με βάση
την εδαφική επικράτεια, τον πληθυσμό, ομοιογενές ή ετερογενές. Τα έθνη και τα
κράτη δεν έχουν πάντα τα ίδια πολιτιστικά και εδαφικά σύνορα. Η ψυχολογική
ανάγκη να ορίσει κανείς τον εαυτό του, με βάση τη συμμετοχή του σε μια
συγκεκριμένη κοινότητα, βρίσκεται στη ρίζα του εθνικιστικού αισθήματος. Σημάδια
του εθνικισμού είναι η αίσθηση
εδαφικότητας, που απειλείται από την φανταστική ή πραγματική εχθρότητα, για
την ασφάλεια του έθνους.[3]
Το αρχαίο ελληνικό σύστημα της πόλης-κράτους, μας δίνει μερικά
παραδείγματα ισχυρών αν και εδαφικά περιορισμένων μορφών εθνικισμού. Ο Περικλής στον Επιτάφιο «προσφέρει» την διάκριση
ανάμεσα στο «εμείς» και «εκείνοι» (
Ελλάδα – Ευρώπη θα έλεγε κανείς σήμερα). Στην κατάληξη όμως του εγκωμίου του, διαχωρίζει την Αθήνα (Βερολίνο θα έλεγε
κανείς σήμερα) από τις υπόλοιπες
πόλεις-κράτη της Ελλάδας, χαρακτηρίζοντας την ανώτερη όλων των πόλεων,
υποτιμώντας εμμέσως τις υπόλοιπες. Η γνωριμία με την Αθήνα, φανερώνεται ανώτερη
από την φήμη της στους ξένους, που την επισκέπτονται[4].
Η Αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου, αποτελεί μια θεμελιακή μορφή του
ελληνικού εθνικιστικού επεκτατισμού, συνυπάρχει ο πολυεθνισμός της
Ανατολής με τον ελληνικό επεκτατισμό.
Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνυπάρχει
ο εθνικισμός με τον πολυεθνισμό. Τα δύο
συστήματα δικαίου, το αποδεικνύουν, ένα για τον εαυτό τους, ένα για τους
υποτελείς τους. Προσέξτε τις ομοιότητες με την σημερινή ελληνική δικαιοσύνη και
την σύνδεση με την πολιτική άρχουσα τάξη. Μετά την κατάρρευση της το δυτικό της
μέρος αποσυντέθηκε σε πολλές πολιτικές οντότητες, ακολούθησε τον δρόμο του
κατακερματισμού και όχι της αυτοκρατορίας. Το ανατολικό και νότιο τμήμα της
διαλυμένης αυτοκρατορίας πέρασε στον Βυζάντιο και στους ΄Αραβες.
Ο Φασισμός και ο Ναζισμός[5], προκάλεσαν ασφυξία
στον εθνικισμό, προσθέτοντας του τον έντονο φανατισμό, ξενοφοβία,
επεκτατισμό. Οι Γερμανοί
Εθνικοσοσιαλιστές με επικεφαλής τον Χίτλερ
(1889-1945), αντιτάχθηκαν στη φιλελεύθερη μορφή του έθνους-κράτους, ζήτησαν
το σχηματισμό ενός ιεραρχικού μοντέλου, με προσήλωση σε μια ιδεολογία καθαρότητας και δύναμης.[6]
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ και
ο ‘Ενγκελς απέρριψαν τον εθνικισμό, βλέποντας τον (σωστά) σαν εργαλείο της αστικής τάξης για να
διαιρέσει τους εργάτες με βάση τα εθνικά σύνορα. Στο επίπεδο όμως της τακτικής, τα επαναστατικά κομμουνιστικά
κινήματα αποδέχτηκαν τον εθνικισμό.
Η κυριαρχία
είναι απλά η ικανότητα ενός έθνους-κράτους, να είναι αφέντης στο σπίτι του, να έχει τον έλεγχο των εσωτερικών του
υποθέσεων. Η ελευθερία να συνάπτει ή να εγκαταλείπει συμμαχίες πάσης φύσεως, να
κάνει πόλεμο ή να παραμένει ουδέτερο ασπάσθηκαν με προθυμία το λόγο ύπαρξης του
εθνικισμού. Η κυριαρχία ασκείται μέσω της εξουσίας. Οι άνθρωποι, έχουν την τάση μακροχρόνια, να αναγνωρίσουν την εξουσία, η
οποία κατέχει τη δύναμη της προστασίας. Σήμερα στην χώρα μας αυτή την εξουσία
κατέχουν οι κκ Σαμαράς και Βενιζέλος καθώς και τα κόμματα τους, ως εκπρόσωποι της έννοιας «ευρωπαϊκό κράτος
ανάπτυξης – ασφάλειας» η πρωτεύουσα του οποίου βρίσκεται μεν στις Βρυξέλες, αλλά
διοικείται από το Βερολίνο.
Ο λόγος ακριβώς αυτός είναι
αποτρεπτικός από το να παίξουν το χαρτί του εθνικισμού συσπειρώνοντας
εξαθλιωμένες μάζες ελλήνων. Όχι φυσικά ότι δεν το θέλουν, όσο ανιστόρητοι και
αν είναι. Το ρόλο αυτό τον έχουν αναθέσει όμως σε διάφορα «κόμματα υποτελή» των αρχών καθαρότητας και δύναμης της πατρίδας,
όπως
η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, ΛΑΟΣ κλπ.
Η κοινωνική
βάση του φασισμού στην χώρα μας φαίνεται
να προέρχεται, κυρίως από τα μικρομεσαία
και χαμηλά αστικά στρώματα, τους αγρότες, αλλά και από κάποιους ανώτερους δημοσίους ή ιδιωτικούς υπαλλήλους. Πρόκειται για κατηγορίες που αποτελούν ένα
πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της χώρας στην περίοδο του (μονοπωλιακού) καπιταλισμού, που
στα πλαίσια της ρευστής και αβέβαιης σημερινής οικονομικής περιόδου, νοιώθουν να κινδυνεύουν να παραμεριστούν κοινωνικά και να
προλεταριοποιηθούν οικονομικά, αδυνατώντας να εξοικειωθούν με τη νέα (πολιτική)
οικονομικό - κοινωνική πραγματικότητα.
Διάφορες επίσης
κοινωνικές ομάδες έχουν αποτελέσει εδώ και καιρό με την ανοχή ή και την βοήθεια
του «κρυφού» κράτους, τον αρχικό πυρήνα
της λαϊκής βάσης και φαίνεται να είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν τις ακραίες ριζοσπαστικές τάσεις
των (μεσαίων) στρωμάτων.
Όπως και στον
μεσοπόλεμο , με την ιλιγγιώδη επέκταση της βιομηχανίας και το ξέφρενο
οικονομικό ανταγωνισμό, εγκαινιάστηκε μια πορεία ταχύρυθμης συγκεντροποίησης του
κεφαλαίου σε ισχυρά μονοπώλια, που απορροφούσαν - εξαφάνιζαν ή έθεταν σε εξάρτηση τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους μικροϊδιοκτήτες, έτσι και σήμερα στην χώρας μας
αρνητικά μέτρα (φορολογία – εμπορικοί – νομικοί περιορισμοί) αφορούν μόνο τις ΜΜΕ.
Οι απασχολούμενοι στο εμπόριο, στη βιοτεχνία και στην αγροτική οικονομία - που
στα πλαίσια του όποιου καπιταλιστικού μοντέλου συνιστούσαν τις βασικές εκφάνσεις της
οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα -
ανέπτυξαν μια ιδιόμορφη προοπτική και αναζητούν επίμονα τρόπους διασφάλισης της
ύπαρξης τους και των συμφερόντων τους. Η αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών
ταγών να τους στηρίξουν, λόγω μνημονίων από
τη μια, και από την άλλη η ανάπτυξη πλήρους συνείδησης του γεγονότος ότι απειλούνται από τους
μεγαλοεπιχειρηματίες- πολυεθνικές εταιρίες, τους κάνει να είναι πολύ επιρρεπείς σε αντικαπιταλιστικά μηνύματα
και αντιμονοπωλιακά συνθήματα.
Τα μεσαία
στρώματα αντιδρούν σήμερα πολύ διαφορετικά, στην αρχή τουλάχιστον της πορείας
των δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα από το 2011 και μετά. Άλλοι (οι λιγότεροι
ευτυχώς) εξακολουθούν να εμπιστεύονται
τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, άλλοι ψηφίζουν τα σοσιαλιστικά και κομουνιστικά κόμματα, ενώ
άλλοι προσανατολίζονταν είτε προς αντιδραστικές εξτρεμιστικές ομάδες, που ζητούν
την τιμωρία, είτε προς αναρχικές ριζοσπαστικές ομάδες.
Όπως και όταν εκδηλώθηκε
η οικονομική κρίση του 1929, αυτό το
κοινωνικό δυναμικό, που απειλείται σήμερα με οικονομική καταστροφή και θεαματική πτώση
του βιοτικού του επιπέδου, θα στραφεί και ενταχθεί , με δεδομένη την
ανυπαρξία θετικών εναλλακτικών λύσεων, αποφασιστικά στις γραμμές του φασιστικού κινήματος.
Η οικονομική κρίση απόδειξε, χωρίς αυταπάτες και ψευδαισθήσεις «στο
χρεοκοπημένο ή στο από χρεοκοπία απειλούμενο ανεξάρτητο μικρό επαγγελματία,
όπως και στον άνεργο ή στον από ανεργία άμεσα απειλούμενο ιδιωτικό – δημόσιο υπάλληλο, ότι στο σύστημα αυτό ήταν το ίδιο
ανυπεράσπιστο αντικείμενο, όπως και ο
εργάτης»[7].
Στο επόμενο άρθρο. Αντιμετωπίζοντας την
ιδεολογία του φασισμού – ζητώντας διέξοδο στην πολιτική κρίση της Ελλάδας.
[1]
Φασίστες ονομάστηκαν, αρχικά, οι τρομοκρατικές ομάδες κρούσης (παρόμοιες
ομάδες είχαν ήδη συγκροτηθεί από το 1914 και η δράση τους αποσκοπούσε στο να
πιέσει την ιταλική κυβέρνηση να συμβαδίσει με τους στόχους της Αντάντ) που
συγκροτήθηκαν στην Ιταλία, μετά το 1918, με το ρωμαϊκό έμβλημα των «Fasces», που ήταν ένα πελέκι
περιβαλλόμενο από μια δέσμη ράβδων, το οποίο συμβόλιζε τόσο την ενότητα του
στρατού όσο και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το «φάσιο», που η ετυμολογική του έννοια είναι
ομάδα και σωρός, έχει μια διπλή σημασιολογική έννοια: κοινωνική, γιατί συγχωνεύει εργάτες και αγρότες,
και εθνική, γιατί προτρέπει στη δημιουργία μιας μεγάλης και ισχυρής Ιταλίας, κληρονόμου
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η επιτυχία των ομάδων αυτών λειτούργησε ως πρότυπο
για τη δημιουργία παρόμοιων οργανώσεων σε άλλες χώρες που επιδίωκαν να
καταλάβουν την εξουσία. Μόνο όμως το γερμανικό ναζιστικό κίνημα και το ιταλικό
φασιστικό κίνημα κατόρθωσαν να εγκαδιθρύσουν ένα φασιστικό μοντέλο δημόσιας
διοίκησης, στηριζόμενα και εκμεταλλευόμενα μια ισχυρή μαζική λαϊκή βάση.
[2]
Ο Γάλλος φιλόσοφος Jean Bodin (1530-1596), έδωσε τον ορισμό αυτής της έννοιας, σε ένα
κείμενο του, που είναι γραμμένο το 1586. ¨ Το κράτος είναι, η νόμιμη
διακυβέρνηση αρκετών νοικοκυριών και των κοινών τους κτήσεων από μια κυρίαρχη
δύναμη¨.
[4] Θουκυδίδης: Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου,
μετάφραση Έλλης Λαμπρίδη, τόμος Ά, Αθήνα 1962, σσ. 251-253
[5] Σύμφωνα με την οργανική σχολή, το κράτος είναι αναγκασμένο ή να επεκταθεί ή
να πεθάνει, ο Μουσολίνι (1883-1945) εξέφρασε την οργανική άποψη του έθνους
κράτους ως εξής, ¨To
έθνος ως κράτος είναι μια ηθική
πραγματικότητα η οποία υπάρχει και ζει εφόσον αναπτύσσεται. Αν του ανακόψει
κανείς την ανάπτυξη θα πεθάνει. Επομένως [το κράτος] μπορεί να παρομοιαστεί με
την ανθρώπινη θέληση, η οποία δεν γνωρίζει όρια στην ανάπτυξή της και
πραγματώνει τον εαυτό της θέτοντας σε δοκιμασία την ίδια της την απειροσύνη¨.
Η οργανική και μυστικιστική αντίληψη για το
έθνος-κράτος οικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό πάνω στα φιλοσοφικά θεμέλια που έθεσε
ο Γερμανός φιλόσοφος, Georg
Wilhelm Friendrich Hegel (1770-1831). Το εθνικό
κράτος, είναι η ανώτατη μορφή της πολιτικής μονάδας, η ενσωμάτωση της πολιτικής
ισχύος. Η έλλειψη της υποταγής οδηγούσε στην αναρχία και στο χάος. Το κράτος
εμφανιζόταν λοιπόν ως ενσάρκωση της θέλησης και της μοίρας ενός έθνους. Η
αληθινή ελευθερία βρισκόταν μονάχα μέσα στις αυστηρά πειθαρχικές γραμμές του
έθνους –κράτους. Το Volksgeist, η σοφία και το πνεύμα ενός έθνους, διαπότιζε το έθνος με τις
ιδιότητες ενός τεράστιου, συλλογικού, ζωντανού οργανισμού. Τα μέρη αυτού του οργανισμού έπρεπε να υποταχθούν στο
σύνολο.
[7] Kuhnl - και Μίλλιμπαντ Ράλφ. «Το Κράτος στην
Καπιταλιστική Κοινωνία. Αθήνα, εκδ. Πολύτροπο – Αθήνα 1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου