Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

TA ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ή ΑΛΛΟΙΩΣ ΑΝΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΨΙΧΟΥΛΟ ΣΤΟ ΡΑΦΙ

Τα εγκλήματα του ναζισμού στην Ελλάδα 1941-1944
( Από το βιβλίο του Θόδωρου Τσερπέ, ΤΟ ΑΓΙΟ ΧΑΙΔΑΡΙ, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, Νοέμβρης 2007 )
Θυσίες του λαού μας στην Αντίσταση

Κατακτώντας την Ελλάδα οι φασίστες οι Ναζί, δεν κάθισαν πάνω σε δάφνες, αλλά σε δηλητηριασμένα αγκάθια. Κάθε ημέρα που περνούσε είχαν και πολλές λαχτάρες, στα βουνά, από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, στις πολιτείες, στα χωριά, κάθε ημέρα άφηναν πλήθος νεκρούς και τραυματίες. Είχαν αρχίσει να χάνουν την ψυχραιμία τους μ' αυτόν τον ατίθασο λαό και ξεθύμαιναν όπου έφταναν. "Γκρέκο Παρτιζάνι" ξεφώνιζαν με λύσσα, για κάθε Έλληνα αντιστασιακό.
Μετά από κάθε λαχτάρα, μη μπορώντας να ξεθυμάνουν αλλού έμπαιναν στα ελληνικά χωριά, γκρέμιζαν, έβαζαν φωτιά και σκότωναν, όσους κατοίκους μπορούσαν να πιάσουν εκεί ή και περαστικούς στους δρόμους.
Στην Κρήτη στις 2 Ιουνίου 1941 ο στρατηγός Στουρμ έκαψε τα χωριά Πηγή, Αδέλη, Λουτρό, Παλαιοχώρι και σκότωσε όσους μπόρεσε (αριθμός κατηγορητηρίου Εγκλ. Πολέμου 58/1945) και την ίδια ημέρα ο στρατηγός Στουντέντ ισοπέδωσε το χωριό Κάνδανος και σκότωσε όσους κατοίκους έπιασε. Ακολούθησε την 1η Αυγούστου 1941 η καταστροφή των χωριών Αλικανό, Βατόλικος, Σκηνές, Μουρνιές, Μεσαρά, Πρασσέ, Νέα Ρούματα, Ορθώνι, Κάραντο, Σκαφιδάκια με πολλές δεκάδες εκτελέσεις χωρικών (αριθ. κατηγορ. 49/1947).




Στις 3 Μάη του 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Σαχτούρια, Μαγαρικάρι κλπ. και σκότωσαν πολλούς αμάχους. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943 ο στρατηγός Μπρόγκιερ κατέστρεψε τα χωριά Βουρμιές, Μουρτιά, Ριζά κλπ. και σκότωσε δεκάδες χωρικούς (κατηγορητήριον 1/1946) κι ακολούθησαν οι καταστροφές των χωριών Συκολογος, Κάλαμη, Πεύκο, Σύμη, Κεφαλόβρυσα, Κρεββατά και Βιάνου με πολλές δεκάδες θύματα απ' τον άμαχο πληθυσμό (κατηγορητήριον 16/1946). Στις 15 Σεπτέμβρη 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Άγιος Βασίλης, Μουρνιές, Μύρτα, Κάτω Σίμη, Ρίζες και τουφέκισαν 62 ομήρους. Στην πόλη του Ηρακλείου, στις 30 Σεπτέμβρη του 1943 βομβάρδισαν από αέρος και κατέστρεψαν τα χωριά Σούγια, Λειβαδά, Μονις, Κωστογέρακο, Γδόχτα με διαταγή του στρατηγού Αντρέ.
Τον Αύγουστο του 1944 εξόντωσαν την ομάδα του Μπαντουβά, έκαψαν τα χωριά Ανώγεια, Βρύνες,Σαχτουρία, Άγιοι Δέκα, Γκογκόλες, Βελή, Βασιλική, Βαρίζια, Αγ. Αντώνης και άλλα 30 γύρω χωριά και (κατηγορητήριον 16/1946), στις 7 Ιουνίου, κλείδωσαν κι αμπάρωσαν 250  έξω απ' τη Σαντορίνη και λίγους μήνες πριν φύγουν απ' την Ελλάδα κατέστρεψαν αμέτρητα χωριά. Αμυδρή εικόνα της αντίστασης της Κρήτης είναι η παραπάνω περιγραφή. Η Κρήτη ήταν πολύ σκληρό καρύδι για τους Ναζί. Κι αυτό αποδεικνύεται από την επιτύμβια πλάκα που εντοίχισαν στο λιμάνι του Ηρακλείου για να θυμούνται ότι «εδώ σκοτώθηκαν 18.000 αλεξιπτωτιστές". Αλλά και οι ηρωικοί Κρητικοί είχαν αρκετές απώλειες (αριθμός κατηγορητηρίου 16/1946). Τους Γερμανούς πολέμησαν εκεί και διάφορα άλλα αντάρτικα, μαζί με τον ΕΛΑΣ Κρήτης.
Αγαπητέ νεώτερε αναγνώστη. Είμαι βέβαιος πως νιώθεις σωστά το νόημα του πρώτου στίχου του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν", όπως τον έγραψε ο Σολωμός.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, μετά την Αθήνα, η Κρήτη έρχεται δεύτερη σε αγώνες και θυσίες, αλλά και όλα τα λοιπά διαμερίσματα της χώρας όμως δεν υστέρησαν στην προσφορά τους στον αντιστασιακό αγώνα. Δεν είναι δυνατόν βέβαια να έχουμε εδώ πλήρη εικόνα των γεγονότων. Απλώς θα σημειώσουμε μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία, ενδεικτικώς, όσα είδαμε με τα μάτια μας προ παντός κι όσα ακούσαμε τότε.
Από τους τελευταίους μήνες του 1942 τα βουνά, οι πόλεις και τα χωριά όλης της Ελλάδος είχανε τελείως ξεσηκωθεί σ' έναν παλλαϊκό αντιστασιακό οργασμό που όσο πήγαινε δυνάμωνε διαρκώς. Οι πολλές ενέδρες πέτυχαν όχι μόνον να έχει μια σημαντική αιμορραγία απωλειών, αλλά και να αισθάνεται ότι δεν είναι ο κυρίαρχος στον τόπο που κατέκτησε. Όλα αυτά πολλαπλασίασαν το μίσος των κατακτητών κατά του λαού μας και για κάθε ζημιά που πάθαινε στις μάχες, ξεσπούσε σε αντίποινα.
Και κατ' αρχήν είχαν διακηρύξει πως για κάθε Γερμανό που θα σκοτωνότανε στην Ελλάδα, από Έλληνες της αντίστασης θα εκτελούσαν 10 Έλληνες. Αργότερα το ποσοστό τροποποιήθηκε. Για κάθε Γερμανό που θα σκοτωνόταν στην Ελλάδα, από Έλληνες της αντίστασης θα εκτελούσαν 50 ομήρους και για κάθε άνδρα των ταγμάτων ασφαλείας 10 ομήρους.
Έτσι για κάθε συφορά που πάθαιναν λυσσούσαν και τελικά ξέσπαζαν στα χωριά, στους ομήρους, στους διαβάτες των δρόμων και στα γυναικόπαιδα. Σκότωναν, βίαζαν, λεηλατούσαν, γκρέμιζαν και έκαιγαν σπίτια, κατέστρεφαν ολόκληρα χωριά. Για πολλές ατομικές περιπτώσεις υπάρχουν κατατεθειμένα στο Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου κατηγορητήρια και βουλεύματα για πράξεις πρωτοφανούς κτηνωδίας.
Στις 26.11.43 υπό τας διαταγάς του στρατηγού Λε Σουίρ, του συνταγματάρχη Ντάουνερ, του λοχαγού Τάννερ και άλλων χιτλερικών αξιωματικών (αριθμός κατηγορητηρίου 5/1947) κρέμασαν στο Μονοδέντρι της Λακωνίας 110 ομήρους Σπαρτιάτες, σ' αντίποινα για τις μεγάλες απώλειες που είχαν στη μάχη που έγινε εκεί με τους αντάρτες. Το Νοέμβριο του 1943 σκότωσαν 50 στο Άργος (αριθ. κατηγ. 253/1946). Στη Μεσσηνία εκτέλεσαν το 1943-1944 πάνω από 500 ομήρους για τρομοκράτηση του πληθυσμού (αριθ. κατηγ. 56/1947). Στις 13 Δεκέμβρη 1943 έκαψαν τα Καλάβρυτα και σκότωσαν σε 3 ώρες 689 άνδρες που δεν πρόλαβαν να φύγουν (αριθ. κατηγ. 35/1946) και συνέχισαν το όργιο αίματος στην Κερκίνη και στους Ρόγους που έβαλαν πολυβόλα και σκότωσαν τους εκκλησιαζόμενους όπως έβγαιναν απ' το σκόλασμα της εκκλησίας του χωριού, και τερμάτισαν την επιδρομή μεταφέροντας τα λάφυρα, σε 80 κατάφορτα ζώα, τα πιο πολλά κειμήλια της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου.
Στις 5 Δεκέμβρη 1943 κρέμασαν στην Ανδρίτσα του Ναυπλίου 50 ομήρους και σκότωσαν άλλους τόσους διαβάτες που συναντούσαν στο δρόμο. Τον Ιανουάριο του 1944 μόνο, σκότωσαν 456 ομήρους από τις φυλακές της Τρίπολης, 15 στο Αίγιο, 60 στην Κόρινθο, 10 στο Ναύπλιο και ανάλογους σ' όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου. Στις 24.2.1944 σκότωσαν 200 ομήρους στο Παλαιοχώρι της Μεγαλούπολης και συνέχισαν το όργιό τους μέχρι τέλους της κατοχής σ' όλο το Μοριά, σκοτώνοντας, κρεμώντας, λεηλατώντας, καίγοντας σπίτια και χωριά.
Στη Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια τα ίδια. Στις 10.1.1944 (αριθ. κατηγ. 116 και 166γ/1945) οι Γερμανοί υπό τον ταγματάρχη Ρίκερτ και το λοχαγό Φαμπ, για να παγιδεύσουν τους αντάρτες έντυσαν σαν δραπέτες τάχα των φυλακών Λειβαδιάς 20 Γερμανούς φαντάρους. Πίσω ερχότανε γερμανικός στρατός. Οι αντάρτες σκότωσαν 18 απ' τους μασκαρεμένους αυτούς και απομακρύνθηκαν. Σ' αντίποινα οι Γερμανοί έκαψαν το Δίστομο και σκότωσαν 218 πολίτες, αφού διέπραξαν λεηλασίες και άλλες φοβερές ωμότητες. Στις 10-15 Νοέμβρη του 1942 ο Ιταλός συνταγματάρχης Κονσόλμι (αριθ. κατηγ. 252/1945) έκαμε φρικτά βασανιστήρια στη Βόνιτσα και πολλούς φόνους αργότερα στη Λευκάδα.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί βομβάρδισαν το Γαλαξίδι με πολλές δεκάδες νεκρούς και τουφέκισαν στα χωριά Σούρτζα και Βραϊλα τουλάχιστον 50 κατοίκους. Στις 5 Μάη του 1943 ο Ιταλός συνταγματάρχης Ουγκολίνι κι ο στρατηγός Μπονέλε (κατηγορητήριον 228/1946) κατέστρεψαν το Δαδί και σκότωσαν πολλούς κατοίκους, τον Οκτώβρη του 1943 οι Γερμανοί κατέστρεψαν το Καρπενήσι και τα χωριά Κάψη, Φραγκίστα, Μικρό και Μεγάλο Χωριό, Μακρακώμη, Αγ. Βλάσση κλπ.
Στις 9 Σεπτέμβρη 1943 σε προσπάθεια των ανταρτών να αφοπλίσουν παραδοθέντα τμήματα των Ιταλών, ύστερα από μικρή μάχη, κατέφθασαν Γερμανικές δυνάμεις υπό τον Διευθυντή των Ες-Ες Ρούγκελ (αριθ. κατηγορητηρίου 18/1946) και λεηλάτησαν, γκρέμισαν και έκαψαν σπίτια και σκότωσαν πολλούς πολίτες στη Λειβαδιά. Στις 27.2.44 στο χωριό Στενή της Λειβαδιάς σκότωσαν πολλούς κατοίκους και στις 4 Απριλίου 1944 σε μια μάχη με τους αντάρτες πλησίον εκεί στη θέση "Καρακόλιθο", που υπεχώρησαν οι αντάρτες με αρκετές απώλειες, ο συνταγματάρχης Χάιτελ και ο λοχαγός Βέρνερ, έφεραν επιτόπου και εξετέλεσαν 110 κρατουμένους απ' τις φυλακές Λειβαδιάς (κατηγορητήριον 287 και 368/1945).
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να περιγράψουμε εδώ όλες τις θυσίες και τους αγώνες του λαού μας στην κατοχή. Ενδεικτικώς αναφέρουμε ελάχιστα περιστατικά, από τα κυριότερα που διαλέξαμε.
Κατά τη διάρκεια που ιστορούμε στη Στερεά Ελλάδα έγιναν εκτελέσεις πολιτών, 250 στο Μεσολόγγι, 130 στο Αγρίνι, 180 στη Λειβαδιά και ανάλογες σ' όλες τις πόλεις και στα χωριά της Στερεάς και της Ευβοίας.
Στη Θεσσαλία τα ίδια.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1943 μια Ιταλική μονάδα έπεσε σ' ενέδρα των ανταρτών. Μετά τη μάχη ο στρατηγός Μπονέλλι και ο συνταγματάρχης Βάλι έκαψαν το χωριό και σκότωσαν επί τόπου πολλούς κατοίκους (κατηγορητήριον 8/1946). Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 έκαψαν το χωριό Τσιότσι και σκότωσαν πολλούς κατοίκους γιατί έξω απ' το χωριό είχαν υποστεί επίθεση ανταρτών. Στις 7 Μαρτίου 1943 επειδή σε μάχη με τους αντάρτες είχαν 70 Ιταλούς νεκρούς και 100 αιχμαλώτους ξέσπασαν στο κοντινό χωριό Οξυνιά Καλαμπάκας που το κατέστρεψαν με 9 κοντινά χωριά. Στην Τσαρίτσανη κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις οι Ιταλοί στις 12 Μαρτίου 1943 έκαψαν το χωριό και σκότωσαν 40 κατοίκους (κατηγορητήριον 79 και 198/1946).
Στα Φάρσαλα όπου σε μάχη οι αντάρτες εξόντωσαν τη φρουρά στις 29 Μαρτίου 1943, μια ισχυρή μηχανοκίνητη ιταλική φάλαγγα κατέστρεψε την πόλη και σκότωσε 50 πολίτες. Στο Δομοκό 12-28 Απρίλη 1943 σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατέστρεψαν 27 χωριά. Στις 8 Απριλίου 1943 μετά από μάχη με αντάρτες οι Ιταλοί κατέστρεψαν τα χωριά Βουνοχώρα και Αγία Ευφημία, στο τέλος Μαϊου 1943 για το σαμποτάζ στη γαλαρία του Κούρνοβου, σκότωσαν 50 ομήρους.
Στις 17 Αυγούστου 1943 ο στρατηγός Ινφάντε (αριθ. κατηγ. 184/1946) χρησιμοποίησε στρατήγημα κατά των ανταρτών. Μια μονάδα κάλεσε τον ΕΛΑΣ για να του παραδοθεί και ενώ ένα τμήμα ανταρτών πήγαινε με προφύλαξη να τους παραλάβει, έπεσε σε ιταλική ενέδρα. Έγινε τότε εκεί γερή μάχη και σκοτώθηκαν πολλοί κι απ' τα δυο μέρη. Μετά τη μάχη ο Ινφάντε διέταξε να καταστραφεί η πόλη του Αλμυρού και σκότωσαν 33 ομήρους.
Στις 31 Μαρτίου 1944 οι Γερμανοί σκότωσαν στην Κρανώνα για σαμποτάζ 65 ομήρους. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1943 οι συνταγματάρχες Σιούμερς και ο υποστράτηγος Μπέκερτ, σε αντίποινα εναντίον των ανταρτών σκότωσε και τους 44 άρρενες κατοίκους του χωριού Ελευθέριον. Στις αρχές Οκτωβρίου 1943 έγιναν πολλές συλλήψεις στο Βόλο και στις 24 Φεβρουαρίου 1944 σκότωσαν 100 σ' αντίποινα για πολύνεκρο σαμποτάζ. Έξω από τ' άλλα στη Θεσσαλία κατεστράφησαν τα χωριά Χαλίκι, Μαλακάσι, Δολιανά, Κρανιά, Περλιάγκο, Άνω και Κάτω Μουτσιάρα, Γαρδίκι, Βετερνίκο, Βιτζίστα, Τουρνά, Δραμίζι, Πύρα, Ξηροχώρι, Τυφλοσέλι, Τζούρτζια, Μισδάνι, Καλιφωνι κλπ.
Η Ήπειρος πότισε κι αυτή με πολύ αίμα, το δέντρο της Ελευθερίας.
Τον Ιούλιο του 1943 γερμανικά τμήματα με το πρόσχημα εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των στρατηγών Λαντς και Φον Στέντερ (αριθ. κατηγορητηρίου 61/1946) κατέστρεψαν τη Μπισοτίτσα και εκτέλεσαν 165 κατοίκους. Οι ίδιοι, κι ο ταγματάρχης Φούλνερ, μπήκαν στις 5 το πρωί της 16 Αυγούστου του 1943 στο χωριό Κομένο, που ήταν γεμάτο κόσμο από το πανηγύρι της Παναγίας, χύθηκαν στο χωριό σκότωσαν 318 άτομα, λεηλάτησαν, έβαλαν φωτιά κι έφυγαν, στις 4 Σεπτέμβρη 1943 πολιόρκησαν το χωριό Λιγγάδες, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανούς 84 κατοίκους απ' τους οποίους οι 40 ήσαν παιδιά κάτω των 10 ετών. Στις 5.7.44 ο συνταγματάρχης Ντιόνερ (αριθ. κατηγ. 200/1945), λεηλάτησε κι έκαψε τα Γρεβενά και σκότωσε πολλούς κατοίκους. Σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής ο στρατηγός Λαντς, ο Ιταλός αντιβασιλεύς της Αλβανίας Φραντζέσκο Ζακομπίνι και οι αδελφοί Ντίνο, Τσάμηδες αρχηγοί της φασιστικής "Μιλίτσια" των Αλβανών, μόνο στην Περιφέρεια Παραμυθιάς διέταξαν και εκτελέστηκαν 201 Έλληνες, στο Μαργαρίτι 114 και στην Περιφέρεια Πάργας 600 (αριθ. κατηγ. 2/1948).
Στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία έδρασαν ο στρατηγός Κρένσκυ και ο συνταγματάρχης Ρίττερ φον Έμπερλαϊν  (αριθ. κατηγορητηρίων 486/1945). Κατά διαταγή τους, στις 17 Οκτωβρίου 1941 σκότωσαν 212 κατοίκους των Άνω και Κάτω Κορδιλίων, στις 20 Οκτωβρίου 1941, 135 κατοίκους στο Μεσόβανο, στις 25 Οκτωβρίου 1941 όλους όσους κατοίκους βρήκαν στο χωριό Αμπελόφυτο και αργότερα εκατοντάδες ομήρους στα στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι αξιωματικοί ευθύνονται για τις καταστροφές και το λουτρό αίματος που εξαπελύετο περιοδικώς στις Περιφέρειες Καστοριάς, Άργους Ορεστικού και Εδέσσης, όπου στα έτη 1942 και 1943 οργίασαν και οι Ιταλοί συνταγματάρχες Ντελ Ζούντιτσε και Βενιέρι (αριθ. κατηγορητηρίου 206/1944 και 206/1946) με εκατοντάδες εκτελεσθέντες εκεί.
Αλλά και οι Βούλγαροι κατακτητές, σύμμαχοι των Γερμανών οι άνθρωποι του φασιστικού καθεστώτος του Βασιλέα Βόρι δεν πήγαν πίσω. Οι Βούλγαροι φασίστες νόμισαν πως ήρθε η ευκαιρία να εκβουλγαρίσουν δια της βίας τον ελληνικό πληθυσμό. Στην προσπάθειά τους αυτή έκαναν εγκλήματα που ξεπέρασαν τη θηριωδία των χιτλερικών. Μέσα σε δύο ημέρες, από 28-30 Σεπτέμβρη του 1941 έκαναν μια εξωφρενικά εγκληματική εξόρμηση. Μέσα σε συνθήκες φρίκης βασάνισαν και σκότωσαν χιλιάδες Έλληνες που δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι είναι Βούλγαροι.
Ο συνταγματάρχης Μιχαήλωφ εκτέλεσε τις 2 ημέρες αυτές πολλές εκατοντάδες Ελλήνων στη Δράμα, ο αντισυνταγματάρχης Μπεκιόρωφ έκαψε το Δοξάτο και σκότωσε 400, ο αντισυνταγματάρχης Χρίστεφ, με τον ταγματάρχη Κεραμιχαήλωφ κλπ. έκαψαν τα Κουδούνια και το Νικηφόρο όπου σκότωσαν 77 Έλληνες και κατερήμαξαν τα χωριά Κοργών, Αδριανης, Χωριστής, Προσωτσάνης, Μικρόπολι, Τουρβοβο, Αγιοχώρι, Καληβρύση, Κάτω Νευροκόπι, Κοκινόγεια, Χρυσοκέφαλο, Φιλίππων, Αλιστράτη, Μεγαλόκαμπο και στην Καβάλα Πλατάνια, Τρινόλοφο, Πλατανόβρυση, Τερψιθέα, Λικνίσκη, Χαμοκερασιά, Σαχίνη, Δρυόμοτπο, Παληάμπελα κλπ. όπου έσφαξαν, τουφέκισαν και κρέμασαν συνολικά πολλές εκατοντάδες Έλληνες που αρνήθηκαν να εκβουλγαριστούν.
Οι βασανισμοί, οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι εκτοπίσεις στη Βουλγαρία και η τρομοκρατία κατά του πληθυσμού στη Μακεδονία και Θράκη κατά το δεκαήμερο αυτό, αλλά και σε όλη την κατοχή, δεν περιγράφονται. Στις αρχές του Απρίλη 1944 σημειώθηκε μια νέα εξόρμηση στα μέρη αυτά, από μικτές γερμανοβουλγαροϊταλικές μονάδες στρατού. Νέες λεηλασίες, νέα απάνθρωπα τρομοκρατικά μέτρα και σκοτωμοί. Μόνο στην Κλεισούρα εκτελέστηκαν στις 5 Απρίλη 233 γυναικόπαιδα, και έδρασαν τότε ο στρατηγός Μαρίνωφ (αριθ. κατηγορητηρίου 25/1946), ο συνταγματάρχης Κάλτσεφ, ο στρατηγός Ζούντιτσε και ο συνταγματάρχης Βενιέρι (αριθμός κατηγορητηρίου 206/1946). Τα ίδια βάσανα και θυσίες υπέστη ο λαός μας τότε και στα Νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, αλλά και παντού έδειξαν οι Έλληνες την ίδια αντιστασιακή επιμονή και δεν έπαυσαν να σκοτώνουν κατακτητές.
Αυτά που αναφέραμε είναι πάρα πολύ λίγα και σε χονδρές γραμμές από το απερίγραπτο μαρτύριο του λαού μας, που υπέστη, τάχα σε αντίποινα για την αντιστασιακή του δράση στις πόλεις και τα χωριά.
Αντίποινα και οι Τούρκοι στα 1821 έκαναν ίσως μόνο τις σφαγές της Χίου και εφρικίασε και εξανέστη τότε όλη η Ευρώπη. Οι κατακτητές μας στην εποχή που ιστορούμε, άλλα ήλπιζαν να επιτύχουν στη χώρα μας και άλλα βρήκαν. Οι Γερμανοί ήθελαν προπαντός να στείλουν Έλληνες στρατιώτες, να πολεμήσουν στο Ρωσικό μέτωπο, πράγμα που το κατόρθωσαν σε όλες σχεδόν τις κατεχόμενες χώρες, ενώ από την Ελλάδα όχι μόνο δεν πήγε, ούτε ένας φαντάρος αλλά τους απασχολήσαμε και 300.000 στρατό. Οι Ιταλοί αφετέρου ήθελαν να κάνουν αποικία τους "λαούς της Ελλάδος", όπως έλεγαν, και οι Βούλγαροι να εκβουλγαρίσουν τη Μακεδονία και Θράκη και να τις ενσωματώσουν στο κράτος του Βόρι. Όχι μόνο δεν πέτυχαν τους σκοπούς τους αλλά και 50.000 τουλάχιστον απ' αυτούς την περίοδο αυτή έφαγε το σκοτάδι.
Απ' όλες αυτές τις χιλιάδες εγκλημάτων πολέμου που αναφέρονται στα κατηγορητήρια του Ελληνικού Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου (πολλαστημόριο της πραγματικότητος), μόλις 11 Γερμανοί, ένας Βούλγαρος κι ένας Ιταλός βρέθηκαν και δικάστηκαν, και στο κατηγορητήριο των στρατηγών Λιστ, Κούντζε, Φέλμυ, Λαντς, Σπάϋντελ, Ντένερ, Φον Λάιζερ και Ρεμπλιτς στη δίκη της Νυρεμβέργης, προσετέθησαν στα εγκλήματα που είχαν κάνει και σε άλλες χώρες και οι ελληνικές κατηγορίες, και τιμωρήθηκαν οι δύο πρώτοι σε ισόβια και οι υπόλοιποι σε φυλάκιση από 20-7 ετών. Ο Φέρτς και ο Γκέτνερ μάλιστα αθωώθηκαν! Αν τους ζητήθηκε και συγνώμη για την ταλαιπωρία δεν έγινε γνωστό. Στο ελληνικό κατηγορητήριο τότε αναφέρεται πολύ σωστά επί λέξει "ότι τα θύματά των, εξετελούντο εις αντίποινα, δια πολεμικάς ενεργείας νομίμως συγκροτημένων στρατιωτικών σωμάτων εις τας κατεχομένας χώρας".
Αγαπητέ αναγνώστη. Υπάρχουν αρκετοί ίσως που εκφράζουν τη γνώμη ότι σκαλίζοντας τις φρικτές συνθήκες των αντιθέσεων του παρελθόντος, κάνουμε κακό, διότι δηλητηριάζουμε τις καλές σχέσεις που έχουν ήδη αποκατασταθεί μεταξύ των εθνών. Την θεωρία αυτή πρόβαλλαν προ ολίγων ετών και οι Τούρκοι, όταν μας παρεκάλεσαν να ξεκρεμάσουμε από το Εθνικό Περίπτερο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τις προσωπογραφίες του Κολοκοτρώνη, του Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη και του Μιαούλη, ώστε να ξεχαστεί κάθε σκιά που θίγει τάχα τη "φιλία" των 2 εθνών μας, διότι αλλιώς δε θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στην Έκθεση. Αλίμονο όμως στο έθνος που δεν προβάλλει με υπερηφάνεια τις τιμητικότερες εθνικές περγαμηνές του, τις θυσίες του δηλαδή και τους ιερούς νεκρούς που πρόσφερε στους αγώνες για την Ελευθερία του. Άσχετο μ' αυτό το χρέος, είναι η διατήρηση της φιλίας ανάμεσα στους λαούς. Οι λαοί δεν τρέφουν έχθρα ένας για τον άλλο, ούτε μίσος. Οι εγκληματικές ηγεσίες των λαών, όταν παίρνουν την εξουσία, δημιουργούν τους πολέμους για ατομικό τους όφελος και εκεί ο άνθρωπος αποθηριώνεται.
Οι λαοί φταίνε μόνο όταν με την αδιαφορία τους αφήνουν ν' αναρριχώνται στην εξουσία εγκληματικοί χαρακτήρες και αντιλαϊκά καθεστώτα. Εξαπολύονται τότε οι πόλεμοι και οι καταστροφές απλώνονται και στα δύο μέρη. Ας πάρουμε παράδειγμα τους αγώνες του λαού μας κατά τον αντιστασιακό αγώνα που ιστορούμε. Θυσίασε ο λαός μας 70.000 περίπου ήρωες και θύματα που εκτέλεσαν οι επιδρομείς, και ακόμα 30.000 νεκρούς ήρωες στρατιώτες στην Αλβανία, στο αντάρτικο και στις μαχητικές μονάδες στις πόλεις. Αλλά μήπως τουλάχιστον 50.000 νεκρούς δεν άφησαν στη χώρα μας οι κατακτητές, στα αλβανικά βουνά, στην αντίσταση της Κρήτης, στις μάχες με τους αντάρτες στα βουνά και στις πόλεις;
Η αγοραστική αξία της δραχμής και οι τιμές ήταν για να κλαις τότε και να γελάς σήμερα διαβάζοντάς τες. Δυο αυγά που τον Απρίλιο του 1941 είχαν 3 δραχμές, τον Οκτώβρη του 1944 είχαν φτάσει, αν βέβαια τα εύρισκες, 700.000.000.000 (εφτακόσια δις, όπως έλεγαν τότε....
Μια οκά ψάρια που είχαν 40 δραχμές προπολεμικά στην οκά έφτασαν να έχουν 5.000.000.000.000 (πέντε τρις), μια οκά κρέας που είχε 55 δρχ. το κιλό έφτασε τα 7.000.000.000.000 (εφτά τρεις) και ίσως από άλογο, ένα κουτί σπίρτα έφτασε τα 500.000.000.000, μια οκά λάχανο 600.000.000.000, μια χρυσή λίρα που είχε 1.000 δραχμές προπολεμικά έφτασε 180.000.000.000.000 (180 τρεις) τον Οκτώβρη του 1944.
Επί πλέον για να φτιάξεις ένα ζευγάρι παπούτσια ανδρικά τον Οκτώβρη του 1944 έπρεπε να πληρώσεις 1 ½ λίρα (240 τρις), ένα πουκάμισο ½ λίρα (ή 90 τρεις), ένα τσιγάρο τότε, στο περίπτερο, από τα κοντά της απαίσιας κατοχής "κούτας" πουλιόταν ένα δισεκατομμύριο δραχμές. Τέλος η νομισματική κυκλοφορία, από 12.598.979.600 του Οκτωβρίου του 1940 έφτασε τον Οκτώβριο του 1944 τα 6.500.000.000.000.000.000.000 δηλαδή 6 ½ πεντάκις) χρήμα, να χορτάσει και το πιο αχόρταγο μάτι.
Στις 30 Οκτώβρη 1944 έφυγαν απ' την Αθήνα και οι τελευταίες οπισθοφυλακές των Γερμανών και ο τόπος απελευθερώθηκε. Τότε περίπου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και η πρώτη μετακατοχική κυβέρνηση του Παπανδρέου. Η κυβέρνηση αυτή κυκλοφόρησε τη νέα δραχμή στις 9 Νοεμβρίου 1944. Η νέα αυτή δραχμή εξισώθηκε με 50 δισεκατομμύρια κατοχικές. Οι Μεγαλομαυραγορίτες και οι συνεργάτες του εχθρού δεν εζημίωσαν από τη μεταβολή αυτή, γιατί είχαν μετατρέψει το χαρτονόμισμα σε λίρες και πολλοί το κατέθεταν σε Ελβετικές Τράπεζες ή τις είχαν κρυμμένες εδώ και περίμεναν αρκετά χρόνια, να τις εμφανίσουν καμιά φορά ως καρπούς της τίμιας αξιοσύνης τους, οι φουκαράδες όμως οι φτωχομαυραγορίτες και αγροτοπαραγωγοί που είχαν αδειάσει τις ρουχοκασέλες τους που τις είχαν γεμίσει με εκατομμύρια και δισεκατομμύρια «χαρτιά» της Κατοχής, τουρλωμένες μέχρι τα μπούνια, τις άνοιγαν τώρα και κοιτούσαν περίλυποι το θησαυρό που ήταν άνθρακες κι άλλοι έκλαψαν, άλλοι γέλασαν, άλλοι είχαν την υπομονή να τον εξαργυρώσουν σε νέες δραχμές, άλλοι τα 'καψαν κι άλλοι κόλλησαν τα χαρτονομίσματα αυτά για ταπετσαρία στα κοτέτσια τους.
Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, οι Έλληνες που πέθαναν στις ελληνικές πόλεις και κυρίως στην Αθήνα, κατά τον πρώτο κυρίως χρόνο της κατοχής από το φριχτό θάνατο της πείνας, ξεπερνούσαν τους 280.000. Και ήταν επόμενο αυτό όταν κατά το διάστημα αυτό τα στρατεύματα της κατοχής έκαναν επιτάξεις και λήστεψαν 300.000 τόνους λάδι, 20.000 τόνους ελιές, 160.000 τόνους κορινθιακή σταφίδα, 35.000 τόνους σουλτανίνα, 110.000 τόνους καπνά, 560.000 τόνους λαχανικά, 800.000.000 κομμάτια εσπεριδοειδή, 400.000 τόνους φρούτα και 40.000 τόνους σιτάρι, μόνο απ' τις αποθήκες της ΚΥΠΕΣ, χιλιάδες τόνων λάδι, βαμβάκι και ρύζι απ' τις αποθήκες της ΚΥΔΕΣ, εκατομμύρια κομμάτια πρόβατα, βόδια, γίδια, εκατομμύρια κομμάτια χοίρων, πουλερικά κλπ. Και η εθνική οικονομική καταστροφή δεν σταμάτησε εδώ. Η γεωκτηνοτροφική και αλιευτική παραγωγή σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής μειώθηκε στο ελάχιστο, 5 εκατομμύρια οπωροφόρα δέντρα και ελαιόδενδρα και 237.000 στρέμματα αμπελιών κατεστράφησαν, τα 80% της μικρής μας βιομηχανίας αχρηστεύτηκαν, τα λιμάνια και οι εγκαταστάσεις τους κατεστράφησαν κατά 80-100%, το ζωοκομικό κεφάλαιο της χώρας αφανίστηκε κατά 50-70% και η ζημιά ανήλθε σε 27 δισεκατομμύρια προπολεμικές δραχμές, τα ιστιοφόρα πλοία κατά 67% και τα λοιπά πλοία κατά 75%, οι ζημιές στα μεταλλεία ξεπέρασαν τα 4 εκατομμύρια λίρες, όλα αυτά κατά τις επίσημες στατιστικές. Τα αυτοκίνητα ακόμη αφανίστηκαν κατά 70%, το υλικό τηλεπικοινωνιών κατά 70%, οι σιδηρόδρομοι και τα γεφύρια από 75-100%, η έκταση των δασών μειώθηκε κατά το 25% με ζημιά που υπελογίσθη άνω των 10 δισεκατομμυρίων προπολεμικών δραχμών, το οδικό δίκτυο κατεστράφη κατά 50%.
Σε 130 δισεκατομμύρια προπολεμικών δραχμών υπελογίσθη όλη η καταστροφή του εθνικού πλούτου από τους ναζί, δίχως τις καταστροφές των 200.000 σπιτιών, που κάηκαν ή έπεσαν από τους βομβαρδισμούς (879 κατεστράφησαν και 841.600 Έλληνες έγιναν άστεγοι) δίχως να υπολογισθούν οι περιουσίες και τα εμπορεύματα των ιδιωτών που κατεσχέθησαν (πρβλ. "Τι στοίχισε ο πόλεμος στην Ελλάδα" επίσημη στατιστική. Έκδοσις Σιώτη. Αθήναι 1946).
Και κατά τη διάρκεια που ο φασιστικός Μολλώχ κατέστρεφε τη φτωχιά τη χώρα οι στρατιωτικές ορδές , περήφανες για το έργο τους, εξακολουθούσαν πάντα τις καθημερινές παρελάσεις τους στους δρόμους της Αθήνας, με το βάδισμα της χήνας, τραγουδώντας τετράφωνα, τα "Ολαρία-Ολαλα" και τα "Βίντσερε και Βιντσερέμο».


1943 – «Επιχείρηση Καλάβρυτα»

Οι μαυροφορεμένες χήρες των Καλαβρύτων
Η Κατοχή αποτελεί μια οπό τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες. Την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές.
Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, τόπος με μακραίωνη ιστορική διαδρομή και επαναστατικό παρελθόν, υπέστη την περίοδο της Κατοχής τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, με μαζικές εκτελέσεις αμάχων και ολοκληρωτικές καταστροφές.
Το καλοκαίρι του 1943, άρχισαν εκτελέσεις, βομβαρδισμοί και καταστροφές χωριών:
• Ιούλιος 1943 (29/07): Βομβαρδισμός των χωριών Λαπάτα, Τρεχλό, Μάνεσι. Μεταξύ των 16 θυμάτων και μικρά παιδιά.
• Αύγουστος 1943 (31/08): Πυρπόληση του χωριού Άνω Λουσοί. Εκτέλεση 4 κατοίκων. Απαγχονισμός στην πλατεία του Χελμού των Καλαβρύτων του νεαρού Ντίνου Παυλόπουλου.
• Νοέμβριος 1943 (29/11): Βομβαρδισμός του χωριού Βυσωκά. 13 νεκροί, τραυματίες και καταστροφή οικιών.
Οι εγκληματικές πράξεις των Γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής κορυφώθηκαν το Δεκέμβριο του 1943, σε μια οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της περιοχής των Καλαβρύτων, γνωστή ως
«Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalawrita», από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943). Μια από τις πιο σκληρές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, γενικότερα.
Από τις αρχές του 1943, στο χώρο της Αιγιαλείας και των Καλαβρύτων συνέβησαν σημαντικά αντιστασιακά γεγονότα, μεταξύ των οποίων η Μάχη Ρογών-Κερπινής (16-17/10/1943), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη συντριβή του Γερμανικού λόχου και τη σύλληψη 86 Γερμανών αιχμαλώτων. Μετά τη διαμόρφωση ενός γενικότερου κλίματος ανησυχίας για την αντιστασιακή δράση στην περιοχή των Καλαβρύτων, η 117 Μονάδα Κυνηγών αποφασίζει να δράσει.
Τα Γερμανικά στρατεύματα, που ξεκίνησαν από Τρίπολη, Αίγιο, Πάτρα, ακολούθησαν ακτινωτή πορεία σύμφωνα με τους γερμανικούς χάρτες, με κατεύθυνση την επαρχία Καλαβρύτων και κατάληξη τα Καλάβρυτα.
Οι Γερμανικές δυνάμεις, μηχανοκίνητες και πεζοπόρες, που ξεκινούν από την Πάτρα, στις 05/12/1943 με κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, είχαν επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γιούλιους Βόλφιγκερ (G. Wolfinger) και ακολούθησαν το δρόμο Πάτρα – Χαλανδρίτσα – Καλάβρυτα, απόσταση 77 χιλιομέτρων.
Στο ξεκίνημά τους λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Μονή Ομπλού, σε μικρή απόσταση νότια της Πάτρας.
• Στις 06/12, μετά από ένα ατύχημα του Wolfinger, διοικητής ορίστηκε ο Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), διοικητής του συντάγματος Αιγίου.
• Στις 07/12, τα πεζοπόρα τμήματα χτένισαν στο πέρασμά τους όλα τα χωριά και σκόρπισαν τη φωτιά και το θάνατο. Στην Κάτω Βλασία σκότωσαν 3 άνδρες και 1 γυναίκα και στον Κάλανο 3 βοσκούς από τα Καλάβρυτα και έναν ακόμη πολίτη. Μετά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία πήγε προς Λεχούρι – Τριπόταμα – Δίβρη και επέστρεψε από Μορόχοβα – Λειβάρτζι και η άλλη συνέχισε προς Καλάβρυτα.
• Στις 08/12, πέρασαν από το Μάνεσι και το Σαραδί, σκότωσαν 1 άνδρα.
• Στις 09/12, έφταοαν στη διασταύρωση του δρόμου Σκεπαστού-Κλειτορίας. Στο εκκλησάκι της Αγίας Άννας, συγκέντρωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό του χωριού Βυσωκά και, μετά από μια σύντομη ομιλία, τους άφησαν ελεύθερους. Την ίδια μέρα, μπήκαν στα Καλάβρυτα.
• Στις 10/12, εκτέλεσαν στο χωριό Συρμπάνι (Πριόλιθος) 5 άνδρες.
Οι Γερμανικές δυνάμεις από Αίγιο προς Καλάβρυτα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), εφόρμησαν στα Καλάβρυτα, με 3 πεζοπόρα τμήματα.
• Στις 06/12 άλλη πεζοπόρο ομάδα, από το Αίγιο, προχώρησε με πορεία από τον Κερενίτη ποταμό προς Πλατανιώτισσα, Βιλιβίνα και Μαμουσιά, στην οποία, αφού εγκαταστάθηκε, έστησε ενέδρα.
• Στις 07/12 , πεζοπόρες φάλαγγες από το Αίγιο προχωρούν κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρηθείς και αφού κατέβηκαν από την οροσειρά Σταυριά πάνω από το χωριό Ρογοί, τοποθέτησαν μυδράλια και όλμους.
• Στις 08/12, ο Ebersberger χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες και μπήκαν το πρωί στους Ρογούς. Έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και εκτέλεσαν 65 άνδρες και παιδιά.
• Άλλη ομάδα μπήκε την ίδια ημέρα στην Κερπινή, έβαλαν φωτιά και εκτέλεσαν 38 άνδρες και παιδιά,
• Στη συνέχεια, έκαψαν την Άνω και Κάτω Ζαχλωρού και σκότωσαν 19 άνδρες. Ακολούθως έφτασαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και σκότωσαν 16 άτομα, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς, ενώ εκτέλεσαν και 9 μοναχούς, στη θέση Ψηλός Σταυρός.
• Στις 09/12, έφτασαν στο χωριό Σούβαρδο, όπου έβαλαν φωτιά και σκότωσαν 5 άνδρες, το ίδιο και στο χωριό Βραχνί, όπου σκότωσαν 6 άνδρες.
Στη στάση της Κερπινής εγκαταστάθηκε Γερμανική διμοιρία. Στη θέση αυτή εκτελέστηκαν 4 άνδρες.
• Στις 09/12, περνώντας από τις Αυλές των Καλαβρύτων, Γερμανικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ebersberger, μπήκε στα Καλάβρυτα, όπου είχαν φτάσει και οι δυνάμεις από την Πάτρα.
• Στις 13/12, ολοκλήρωσαν την επιχείρηση, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη των Καλαβρύτων, λεηλάτησαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε και εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης από 14 χρονών και πάνω, στη Ράχη του Καππή.
• Στις 14/12, ανέβηκαν στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, το λεηλάτησαν, το πυρπόλησαν και εκτέλεσαν 6 άνδρες, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς. Την ίδια ημέρα, λεηλάτησαν το χωριό Βυσωκά, σκότωσαν 3 άνδρες και έφυγαν για την Πάτρα. Επίσης πέρασαν από το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και το έκαψαν.
Τα γερμανικά στρατεύματα που κινήθηκαν από Τρίπολη με επικεφαλής τον ταγματάρχη Gnass, κατευθύνθηκαν προς Δημητσάνα και Λαγκάδια Αρκαδίας.
• Στις 07/12, δόθηκε διαταγή στην ομάδα μάχης ΚΟΚΕΡΤ να προχωρήσει από τα Παγκρατέϊκα Καλύβια μέσω του χωριού Φίλια και Τσορωτά στα Μαζέϊκα (Κάτω Κλειτορία). Την ίδια ημέρα τα Γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στα Μαζέϊκα αναζητώντας την τύχη των Γερμανών αιχμαλώτων της Μάχης Ρογών-Κερπινής, χτενίζοντας όλα τα γύρω χωριά και τη νύχτα της 07/12 προς 08/12 έφτασαν στο Μάζι. Το ίδιο ίδιο απόγευμα, οι αντάρτες είχαν ήδη προβεί στην εκτέλεση των αιχμαλώτων.
• Οι Γερμανοί μετέφεραν τους διασωθέντες στα Μαζέϊκα και κατέθεσαν τα γεγονότα στον Συνταγματάρχη Le Suir, ο οποίος είχε ήδη φτάσει στην περιοχή.
• Οι Γερμανοί, με 12 έλληνες οδηγούς, το Σάββατο το βράδυ στις 11/12, κατευθύνθηκαν προς το χωριό Μάζι και στη συνέχεια στη θέση Μαγέρου στις 12/12, όπου βρήκαν τους εκτελεσθέντες Γερμανούς. Εκεί εκτέλεσαν 10 Μαζαίους.
• Στις 14/12, λεηλάτησαν και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος των Μαζεϊκων και μετά έφυγαν προς την Τρίπολη.
Στο απόρρητο ραδιογράφημα της 117 Jager Division (Αρ.1595/43), καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της Επιχείρησης Καλάβρυτα: “…(1) Κατεστράφησαν ολοκληρωτικά τα χωριά: Ρογοί, Κερπινή, Στάση Κερπινής, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Πλατανιώτισσα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μοναστήρι Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρου, Καλύβια. (2) 696 Έλληνες εκτελέστηκαν…”.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 09/12. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός Διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.
Στις 12/12, οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη.
Το πρωί στις 13/12, ημέρα Δευτέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.
Στο κτίριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός.
Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν θα επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Οι Καλαβρυτινοί ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη, να καίγονται και, μαζί τους, να παραδίδονται στη φωτιά οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες.
Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Ολόκληρη η πόλη παραδόθηκε σης φλόγες.
Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε κατάφορτος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ΄ όπου άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν.
Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα. Διασώθηκαν 13 άτομα.
Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτίριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν, άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους, Μία από τις γυναίκες, η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά, ποδοπατήθηκε από το πανικόβλητο πλήθος των γυναικόπαιδων και ξεψύχησε πριν αντικρίσει το αποτρόπαιο έγκλημα.
Ύστερα, οι γυναίκες ανηφόρισαν προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα.
Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34΄ της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας.
Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με τα νύχια να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους έθαψαν εκεί στο λόφο, μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες.
Ακολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων «συγκίνησε και συνένωσε τους Έλληνες – δυνάμωσε τον αγώνα τους κατά του κατακτητή», ομολογεί ο τότε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Γερμανών στην Ελλάδα.
Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΑΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Βραχνί, 10 Δεκεμβρίου 1943
Μετά τις εκτελέσεις στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και στο χωριό Σούβαρδο, οι Γερμανοί στις 9 Δεκεμβρίου έφτασαν στο γειτονικό χωριό Βραχνί. Είχαν μαζί τους 3 άνδρες αιχμαλώτους, το φαρμακοποιό Δημητρίου από τη Βυσωκά τον οποίο βρήκαν στο Σούβαρδο όπου είχε προσπαθήσει να κρυφτεί, τον νεαρό Παύλο Σωτηρακόπουλο από την Κερπινή και τον Ηλία Κατσανιώτη από τους Ρογούς, τους οποίους είχαν πάρει μαζί τους για οδηγούς.
Μόλις οι κάτοικοι που βρίσκονταν στο χωριό αντιλήφθηκαν την παρουσία των Γερμανών έτρεξαν σε διάφορες κατευθύνσεις, σε σπηλιές και απόκρημνα μέρη για να κρυφτούν. Η ομάδα των Γερμανών στρατοπέδευσε στο χωριό και ο διοικητής τους εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι δίπλα από την εκκλησία.
Μερικοί στρατιώτες άνοιξαν την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων και προσπάθησαν να κλείσουν σε αυτήν ένα κοπάδι των προβάτων που είχαν φέρει μαζί τους και όσα ακόμη βρήκαν στο χωριό.
Συνέλαβαν το Νικόλαο Σιορώκο, το γιο του Αντώνη ηλικίας 23 ετών, το φύλακα Α. Τσιρώνη και μαζί με τους άλλους τρεις, που είχαν μαζί τους, τους έκλεισαν σε ένα καλύβι κοντά στο σχολείο. Πριν βραδιάσει άφησαν ελεύθερο τον Ηλία Κατσανιώτη, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος μετά από δυο-τρεις μέρες στο χωριό Σούβαρδο.
Οι Γερμανοί, αφού έσφαξαν τα ζώα από το κοπάδι που έφεραν μαζί τους και ορισμένα που βρήκαν στο χωριό, πέρασαν τη νύχτα πίνοντας και διασκεδάζοντας.
Το πρωϊ της 10ης Δεκεμβρίου πήραν από το καλύβι τους άνδρες, τους οδήγησαν στη θέση Ρούγα, 30 περίπου μέτρα από το δρομάκι Ρούγας-Ζαγορίτσας, σε ένα ανηφορικό χωράφι και τους εκτέλεσαν.
Έκαψαν στη συνέχεια το χωριό. Μόνο πέντε-έξι σπίτια και μερικά φουρναριά έμειναν όρθια
Η φάλαγγα των γερμανών έφυγε από το χωριό αφήνοντας πίσω της πέντε νεκρούς, πυρπολημένα σπίτια και τα τομάρια των ζώων που έσφαξαν το προηγούμενο βράδυ.
Οι κάτοικοι που κρύβονταν στις σπηλιές επέστρεψαν τρομαγμένοι στο χωριό. Με τα χέρια και με ξύλα έσκαψαν και έθαψαν πρόχειρα σε ένα ομαδικό τάφο τους νεκρούς Βραχνιώτες στο χώρο δυτικά της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων που καιγόταν ακόμα. Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την ταφή των άλλων δύο, καθώς έφτασε η νύχτα και από το φόβο απομακρύνθηκαν για να κρυφτούν στο βουνό.
Την επομένη έθαψαν σε έναν κοινό τάφο τους άλλους δύο νεκρούς και τοποθέτησαν πρόχειρα στα μνήματα ξύλινους σταυρούς.
Οι Γερμανοί επέστρεψαν στα ερειπωμένα Καλάβρυτα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Λεηλάτησαν και φόρτωσαν ότι βρήκαν. Κινήθηκαν στην περιοχή του Ξερόκαμπου του Χελμού εκτελώντας όσους έβρισκαν στο δρόμο τους.
Τον Ιούλιο του 1944 οι Γερμανοί επέστρεψαν στο Βραχνί και σκότωσαν το γέρο Όλυμπο από τα Σουδενά σε ένα βράχο κάτω από τον Αη-Γιώργη και το Γεώργιο Μαγγίνα κοντά στις καλύβες στον Ξερόκαμπο.
Στο σημείο της εκτέλεσης απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων υπάρχει σήμερα το Μνημείο των εκτελεσθέντων του Βραχνιού για να θυμίζει τα τραγικά γεγονότα της 10ης Δεκεμβρίου 1943.
Ρογοί, 8 Δεκεμβρίου 1943
Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό στις 8 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα και κάλεσαν τον ιερέα του χωριού Παπα-Χρήστο Κανελλόπουλο να χτυπήσει δυνατά την καμπάνα για να συγκεντρωθούν όλοι οι άντρες στην πλατεία με την πρόφαση πως θα τους αποζημίωναν για τα ζώα που τους είχαν επιτάξει. Ξεχύθηκαν σε μια έρευνα των σπιτιών, των σταύλων, και των αχυρώνων για να μη διαφύγει κανείς. Δύο υπερίληκες που δεν ακολούθησαν τους άλλους στην πλατεία εκτελέστηκαν επί τόπου.
Στη συνέχεια τους έκλεισαν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και να βγαίνουν έξι-έξι για να πληρωθούν. Ο εκνευρισμός όμως των Γερμανών, οι αυστηρές διαταγές, το στήσιμο των πολυβόλων δεν άφηναν ουδεμία αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Ο Παπα-Χρήστος Κανελλόπουλος διαισθανόμενος το τέλος από την Ωραία Πύλη καλεί όλους να γονατίσουν και να αλληλοσυγχωρηθούν διαβάζοντας μια συγχωρητική ευχή καλείται η πρώτη εξάδα να εξέλθει προπορεύονται έξι ηλικιωμένοι τα πολυβόλα κροτάλισαν στη συνέχεια άλλοι έξι και άλλοι έξι.
Απολογισμός 65 αθώοι νεκροί. Επέζησαν (5) πέντε. Τέσσερις τρέχοντας μέσα στις φλόγες και στη βροχή των σφαιρών πήδησαν στο γκρεμό και ένας βαριά τραυματίας. Τρεις απανθρακώθηκαν κρυμμένοι στο ταβάνι-και τέμπλο.
Το χωριό πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Τόση ήταν η φωτιά που στα σπίτια δεν έμεινε ούτε ξινάρι να ανοίξουν τάφους για τους νεκρούς τάφηκαν ύστερα από μια εβδομάδα σε ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο και στον τόπο της εκτέλεσης.
Η Αγία Βαρβάρα ξανακτίστηκε με έρανο του Γυμνασίου της 7ης Τάξης και Π.Α. Εκπαιδευτικής. Με την φροντίδα των κατοίκων που διασώθηκαν ανηγέρθη το 1972 στον τόπο της εκτέλεσης στο προαύλιο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας μνημείο προς τιμήν των θυμάτων.
Κερπινή, 8 Δεκεμβρίου 1943
Κερπινή
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ & ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΚΕΡΠΙΝΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΙΣ 8-12-1943
Στις 8 Δεκεμβρίου, πεζοπόρες φάλαγγες του τακτικού Γερμανικού στρατού υπό τον Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), διοικητή του συντάγματος Αιγίου, ο οποίος ορίστηκε επικεφαλής της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» στις 6/12 σε αντικατάσταση του συνταγματάρχη Wolfinger, φτάνουν στην περιοχή των χωριών Ρογοί και Κερπινή.
Ο Ebersberger χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες. Η μία κατευθύνθηκε προς τους Ρογούς και η άλλη μπήκε στην Κερπινή.
Οι Γερμανοί έμειναν στο χωριό μέχρι το απόγευμα και ζήτησαν από τους άνδρες να συγκεντρωθούν για να τους μιλήσουν. Στο μεταξύ απέναντι φαίνονταν οι πυκνοί καπνοί από το χωριό Ρογοί που καιγόταν. Αρκετοί κάτοικοι δεν υπάκουσαν στην εντολή της συγκέντρωσης και κατάφεραν να κρυφτούν ή να ξεφύγουν.
Εκτέλεσαν 9 άτομα μέσα στο χωριό σε διάφορα σημεία, στις αυλές των σπιτιών και στο δρόμο, ανάμεσά τους και τον άρρωστο από τύφο Κωνσταντίνο Καλλιά, τον οποίο έσυραν από το κρεβάτι του έξω από το σπίτι και τον σκότωσαν.
Στο μεταξύ έβαλαν φωτιά στο χωριό. Τα σπίτια λαμπάδιαζαν το ένα μετά το άλλο από τη δύναμη της φωτιάς και της πυρίτιδας που έριχναν.
Οδήγησαν στη συνέχεια τους συγκεντρωμένους άνδρες στο πρανές ενός χωραφιού πιο κάτω από το χωριό, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, όπου ήταν ήδη στημένα τα πολυβόλα και τους εκτέλεσαν. Ο κρότος των πολυβόλων ακούστηκε μέχρι το χωριό.
Συνολικά στις 8-12-1943 εκτελέστηκαν 36 άνδρες ηλικίας από 17 έως 80 ετών. Από την εκτέλεση διασώθηκαν 4 άνδρες μεταξύ των οποίων ένας βαριά τραυματίας που πέθανε λίγες μέρες μετά.
Ο συνολικός αριθμός των Κερπινιωτών που εκτελέστηκαν από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής κατά την «Επιχείρηση Καλάβρυτα, 5-15 Δεκεμβρίου 1943» ήταν 39 άνδρες ενώ συνολικά την περίοδο της Κατοχής ο αριθμός των θυμάτων του χωριού Κερπινή σε μαζικές ή μεμονωμένες εκτελέσεις ήταν 44 άνδρες.
Στις 8/12/1943 εκτελέστηκαν 36 άνδρες (27 στη θέση «Λιθακιά» δίπλα κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, 8 μέσα στο χωριό στις αυλές των σπιτιών και στο δρόμο και 1 στην εκτέλεση των Ρογών – Αγία Βαρβάρα Ρογών), στις 6/12/1943 στη θέση Λιθάρια εκτελέστηκε 1 άνδρας, στις 8-9-/12/1943 στη Στάση Κερπινής 1 άνδρας και στις 10/12/1943 στο χωριό Βραχνί 1 άνδρας. 4 άνδρες εκτελέστηκαν στη θέση Λιβαδάκια στις 8-9-1943. Ένας ακόμη Κερπινιώτης συνελήφθη αιχμάλωτος με την γνωστή «κλούβα» την περίοδο της Κατοχής και δεν επέστρεψε ποτέ.
Από τα 130 και πλέον σπίτια του χωριού, που πριν τον πόλεμο ήταν παραθεριστικό θέρετρο και διέθετε ταχυδρομείο, τμήμα χωροφυλακής και διτάξιο σχολείο με 100 και πλέον παιδιά, καταστράφηκαν τα 100.
Το 1991 ανηγέρθη στον χώρο της εκτέλεσης των κατοίκων της Κερπινής Μνημείο από το Σύλλογο Κερπινιωτών & Φίλων του χωριού, όπου κάθε χρόνο την ημέρα της θλιβερής επετείου πραγματοποιείται Εκδήλωση Μνήμης προς τιμήν των θυμάτων. Στην άκρη του πρανούς του χωραφιού όπου έγινε η εκτέλεση διασώζεται παλαιότερο Μνημείο που είχε στηθεί εκεί από τους κατοίκους τα πρώτα χρόνια μετά την Κατοχή.
Κανένας Γερμανός αξιωματικός της Unternehmen Kalawrita δεν λογοδότησε ποτέ σε κανένα διεθνές δικαστήριο σε καμία δίκη. Και η ανώτερη ποινή που επιβλήθηκε ήταν εκείνη των 3 χρόνων. Τρία χρόνια για 1000 ψυχές…

Νταίνερτ (Dohnert) και όχι Τένερ ονομαζόταν ο μεταφραστής των Γερμανών κατά την διάρκεια της επιχείρησης. Πρόκειται για το πρόσωπο που περισσότερο εντυπώθηκε στην μνήμη όσων επέζησαν, ήταν όμως ένας απλός Δεκανέας, ανήκε δε στον λόχο Σόμπερ. Για να αποδώσουμε τα Καίσαρος Κάισαρι η ιεραρχία εκείνη την αποφράδα ημέρα είχε ως εξής:
Στγος Χέλμουτ Φέλμυ, διοικητής του 68ου Σώματος Στρατού (General der Flieger Hellmuth Felmy)
Υπγος Καρλ φον λε Σουίρ, διοικητής της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών [Ορεινού Πεζικού]

(Generalmajor Karl von le Suire)
Ανχης Γιούλιους Βαίλφινγκερ, διοικητής του 749 Συντάγματος (Oberstleutnant Julius Wolfinger)
Τχης Χανς Εμπερσμπέργκερ, διοικητής του Ι/749 Τάγματος (Major Hans Ebersberger)
Υπγός Βίλλιμπαλντ Ακαμπχούμπερ (Oberleutnant Willibald Akamphuber)
Δνέας Κόνραντ Νταίνερτ (Obergefreiter Konrad Dohnert). 
Ο Φέλμυ καταδικάστηκε στην Νυρεμβέργη, στην λεγόμενη δίκη των στρατηγών της ΝΑ Ευρώπης, και εξέτισε τρία χρόνια στην φυλακή για μια πράξη που in concreto δεν διέταξε και δεν γνώριζε, είχε όμως διατάξει γενικώς παρόμοια «μέτρα εξιλασμού». Ο Λε Σουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1955 και κηδεύτηκε στην γενέτειρά του στην Βαυαρία με πλήρεις στρατιωτικές τιμές. Ο Εμπερσμπέργκερ πέθανε στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972 σε ηλικία 67 ετών. Ο Νταίνερτ πέθανε στην Αυστρία το 1979 σε ηλικία 64 ετών. Κανείς τους δεν λογοδότησε ενώπιον της Δικαιοσύνης.


Άρθρο της εφημερίδας ΣΤΥΞ για τον Καπεταν Μίχο ή Γέρο Μίχο.


Μετά τη Βάρκιζα οι καπετάνιοι ξυρισμένοι και χωρίς όπλα όρθιος στη μέση ο ΓέροΜίχος Στα τέλη του 1942 και ιδιαίτερα μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, οι οργανώσεις του ΕΑΜ, συζητούν την ανάγκη δημιουργίας και εδώ ανταρτικών σωμάτων. Στην ουσία το μόνο που λείπει για να ανάψει το αντάρτικα είναι ο σπινθήρας.
Κι αυτός ο σπινθήρας θα έλθει ουσιαστικά από την Αιγιάλεια όπου και η οργανωτική προετοιμασία είναι πολύ πιο προωθημένη και υπάρχει μια δυναμική προσωπικότητα που θα ηγηθεί : ο Γερο-Μίχου, αντισμήναρχoς της αεροπορίας.Η προσωπικότητα του Γερο-Μίχου, είναι εκείνη που έσωσε μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης του αντάρτικου αγώνα του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο.
Και τον είπαμε «Γέρο» παρ' όλο που τότε, στα τέλη του 1942, ήταν μόλις 52 χρονών. Ήταν ο τίτλος της που του απέδωσε ο λαός. Ο ίδιος θα διαλέξει το Ψευδώνυμο «Σταυραετός». Όμως πολύ γρήγορα το ψευδώνυμο που επέλεξε ο ίδιος το υπερφαλάγγισε το Γερο-Μίχου. Θύμιζε κάτι από τα παλιά.: «ο γέρας του Μοριά» για το Θ. Κολοκοτρώνη.
Ο Γέρο Μίχου που ξεκίνησε τον αντάρτικο αγώνα στη Β. Πελοπόννησο από την Αιγιάλεια, ήταν Καλαβρυτινός. Στον ανέκδοτο πρόλογο των περίφημων «Τετραδίων», ο Δημ. Μίχος αναφέρει: «Γεννήθηκα το 1889 στο χωριό Λαπαναγοί των Καλαβρύτων από γονείς αγρότες. Ο πατέρας μου Γεώργιος Μίχος του Στάθη και της Βασιλικής γεννήθηκε γύρω στα 1843 στο ίδιο χωριό Λαπαναγοί με τη μάνα μου Θεογνωσία. Την μάνα μου την πήρε κλεφτά ο πατέρας μου και ήταν κάπως από ανώτερο σόι είχε ένα μονάχα αδερφό που ονομαζόταν Κωνσταντίνος Γιαννακλής και τέσσερις αδερφές μεγαλύτερες από αυτή.
Ο Γεώργιος (με το παρατσούκλι "Μαχαίρας" επειδή σε κάποιο χορό σε μια παρεξήγηση τράβηξε μια χαντζάρα για να απειλήσει)και η Θεογνωσία Μίχου έφτιαξαν καμιά δωδεκαριά παιδιά. Από αυτά όμως έζησαν ο Χρήστος(πέθανε σε ηλικία 53 χρόνων, απόκτησε τρία σερνικά) , η Βασιλική(παντρεύτηκε τον Γιάννη Φάκκο ή Τσούτσο και ζουν στην Εγλυκάδα Πατρών), η Αθανασία (παντρεμένη με το Θωμά Ντρίνια ζει στο Αίγιο , η αφεντιά μου, και το στερνοπαίδι ο Στάθης(εγκατεστημένος οικογενειάρχης στην Αθήνα), η Ανδριάνα, η Κατερίνα, , η Αθηνά (πέθαναν κοπέλες 18,17 και 10 χρόνων). Στο σχολείο πήγα κανονικά επτά χρονών ο δάσκαλος ήταν από το χωριό και ονομαζόταν Δημήτριος Βαγενάς, που έψελνε καλά και με έπαιρνε στην εκκλησία να τον βοηθάω, μ' έβανε κι έλεγα «το πιστεύω και το πάτερ ημών».
Το 1900, όταν τέλειωσε το Δημοτικό έδωσε εισιτήριες εξετάσεις για το Σχολαρχείο και στις οποίες πέτυχε. Μετά από το Σχολαρχείο επειδή δεν είχε δυνατότητες να συνεχίσει τις σπουδές του επέστρεψε στο σπίτι του και έφυγε μετανάστης στην Αμερική κοντά στο μεγάλο το αδερφό που είχε μεταναστεύσει το 1908 στην Πόλη Σολτ Λέικ . Όταν το Σεπτέμβρη του 1912 έγινε η επιστράτευση στην Ελλάδα που μαζί με τις Βαλκανικές χώρες Σερβία και Βουλγαρία είχε συμμαχήσει και κηρύχθηκε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, ο Μίχου αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να καταταγεί στο εθελοντής στο στρατό.
Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και έμεινε μόνιμος στο στρατό ως μόνιμος υπαξιωματικός του πεζικού. Tο 1917 μετατάχθηκε στην αεροπορία όπου αναδείχθηκε σε έναν από τους πρώτους πιλότους. χρημάτισε εκπαιδευτής νυχτερινών πτήσεων και υποδιοικητής στο αεροδρόμιο του Τατοΐου. Το 1939 η δικτατορία του Μεταξά τον αποστράτευσε, κλήθηκε, όμως, πάλι στην υπηρεσία με τον πόλεμο του 1940 και τοποθετήθηκε διοικητής στη βάση Φαλήρου. για τη δράση του, του απονεμήθηκαν ο "πολεμικός σταυρός" το "αριστείο ανδρείας" και άλλα παράσημα.
Μετά την κατάληψη της χώρας μας από τις δυνάμεις του άξονα ο Μίχου αποτραβήχτηκε στο χωριό του. Οι Ιταλοί όμως τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στο στρατόπεδο των Καλαβρύτων, απ' όπου αποφυλακίστηκε αργότερα, με παρέμβαση των τοπικών αρχών. Για το πώς τον πιάσανε οι ιταλοί στα Καλάβρυτα τα γράφει ο ίδιος. Δεν αναφέρει ποιος τον «κάρφωσε». Τότε χώρισε με την γυναίκα του με την οποία είχε δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Η κόρη του Καίτη παντρεύτηκε το Λάφη από το Αίγιο και έμειναν πάντα κοντά στο γέρο. Ο γιος του Γιώργος ακολούθησε τη μάνα του. Έτσι ο Μίχου εγκαταστάθηκε στο Αίγιο όπου ανέπτυξε επαφή με τις οργανώσεις του ΕΑΜ και προσχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης.
Η σύσκεψη της Στρέζοβας 25/11/1943
Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας ο ΕΛΑΣ γίνεται πραγματικά ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Πέρασαν στον ΕΛΑΣ χιλιάδες άνθρωποι γιατί εξασφαλίστηκαν υπεραρκετά όπλα. Εκτός από τους ιταλούς που αυτομόλησαν στον ΕΛΑΣ πάρα πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες πουλούσαν όπλα στον ΕΛΑΣ από τον Αύγουστο του 1943 και μετά. Έτσι έγινε πια αναγκαία η ανασύνταξη και αναδιοργάνωση του ΕΛΑΣ.
Την ανάγκη της αναδιοργάνωσης του ΕΛΑΣ την ένιωσε πρώτα η ΚΕ του ΕΛΑΣ που συνέχισε να μένει στην Αθήνα. Έτσι τον Σεπτέμβριο μήνα λίγο μετά την παράδοση της Ιταλίας στέλνεται στην Πελοπόννησο ο αντιπρόσωπος του ΚΚΕ στην ΚΕ του ΕΛΑΣ Πολύδωρος Δανιηλίδης, που έρχεται με το ψευδώνυμο Αχιλλέας, και αναλαμβάνει με εντολή της ΚΕ του ΚΚΕ πολιτικός του Γενικού Αρχηγείου, παραμερίζοντας τον ως τότε πολιτικό του αρχηγείου Λασάνη.
Ο Πολύδωρος Δανιηλίδης (Αχιλλέας) έφυγε αμέσως για τη Στρέζοβα όπου θα γινόταν η Παμπελοποννησιακή Σύσκεψη. Πήγε πρώτος για να προετοιμάσει τη Σύσκεψη. Από το αρχηγείο στάλθηκε πρόσκληση σ' όλες τις οργανώσεις της Πελοποννήσου στρατιωτικές και πολιτικές και όρισαν τη σύσκεψη για τις 25/11/1943 στη Στρέζοβα που τώρα φάνταζε σαν πρωτεύουσα της Πελοποννήσου. Συγκεντρώθηκαν πολλοί αντιπρόσωποι. Και η σύσκεψη έγινε παράλληλα και πραγματικό πανηγύρι. Όλο το χωριό φιλοξενούσε με χαρά τους αντιπροσώπους όλης της Πελοποννήσου. Η σύσκεψη έγινε στην εκκλησία της κωμόπολης. Μπροστά στην ωραία Πύλη είχαν στήσει μια εξέδρα από όπου θα μιλούσαν οι αντιπρόσωποι.
Σ' αυτή τη σύσκεψη εκτός των αντιπροσώπων πήγαν και πολλοί κάτοικοι της κωμόπολης. Πρόεδρος του Προεδρείου της σύσκεψης που εκλέχτηκε από τη συνέλευση, έγινε ο Δ. Μίχου (Σταυραϊτός).
Στη σύσκεψη εξετάστηκαν όλα τα προβλήματα του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Πελοπόννησο και πάρθηκαν αποφάσεις και για την αναδιοργάνωση του ΕΛΑΣ. Ο Μίχου ζήτησε να διαλυθεί το 11ο Σύνταγμα (Αρκαδίας) και η δύναμή του να περάσει στο 6ο Σύνταγμα (Κορινθίας). Και από ότι λέει ο ίδιος το έκανε για να απαλλαχθούν από το λοχαγό Χρήστο Στασινόπουλο. Τον κατηγορεί για αδράνεια και γίνεται καυστικότατος. Έτσι γράφει στα "Τετράδιά" του που δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί.
Η σύσκεψη έληξε στις 28/11/1943, οπότε ο Μίχου αναχώρησε για το αρχηγείο που έμενε στη Βισοκά (Σκεπαστό) Καλαβρύτων. Η μαρτυρία του Δ. Μίχου έχει βαρύτητα για την όλη εξέλιξη των δραματικών γεγονότων που έχουν τελικό στόχο το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Ο Δ. Μίχου δεν ήταν στη Βισοκά όταν την βομβαρδίσανε στις 29/ 11/1943.
Ο Μίχου έφυγε στις 28/11/1943 από τη Στρέζοβα (Δάφνη), και ανέβαινε στο αρχηγείο του. Στο δρόμο έμαθε το βομβαρδισμό της Βισοκάς και ότι το αρχηγείο ήταν πια στην Αγία Λαύρα. Το αρχηγείο είχε πάρει μήνυμα από το Αίγιο για το βομβαρδισμό. Έτσι το αρχηγείο το βράδυ στις 28/11/1943 μεταφέρθηκε στην Αγία Λαύρα και στις 29/11/1943 οι βόμβες των Γερμανών γκρέμισαν το σπίτι που έμενε το αρχηγείο, αλλά το αρχηγείο βρισκόταν τότε στην Αγία Λαύρα.
Στην Αγία Λαύρα έφτασε ύστερα από λίγο ο πολιτικός του αρχηγείου (Πολύδωρας Δανιηλίδης) και αμέσως μετά ήρθε από την Αθήνα ο συνταγματάρχης του ιππικού Δημήτριος Κασάνδρας με το ψευδώνυμο Αλέξανδρος που ανέλαβε στρατιωτικός του αρχηγείου.
Για την έξοδό του στο αντάρτικο τα έχει γράψει ο ίδιος ο Μίχου με κάθε λεπτομέρεια. Σημαντικά είναι τα όσα γράφει για τον Νικολαΐδη, Υπουργό Αεροπορίας, που τον κάλεσε να φύγουν μαζί για τη μέση Ανατολή και το ότι κατά την κατοχή φρόντισε να του στείλει ενισχύσεις με την εδώ αγγλική αποστολή.
Η δεξιά ξαφνιάστηκε όταν είδε το Μίχου στον ΕΛΑΣ και θα αγωνιστεί να τον αποσπάσει. Ο Γρίβας της "Χ" με τους ανθρώπους του στα Καλάβρυτα και τα Μαζέικα Σπηλιωτόπουλο και Κολλιόπουλο θα τον πιέσουν αλλά ο γέρο Μίχου δεν συγκινήθηκε. Ο ίδιος ο Γρίβας θα τους στείλει τον Παπανικολή (Θεοδώρητο Κουτσούμπα) για να του πει να φύγει από τον ΕΛΑΣ, αλλά ο γέρο Μίχου έπεισε τον Παπανικολή να προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ και μάλιστα να γίνει από τους σημαντικότερους του Αντιστασιακού Αγώνα. Θα χρησιμοποιήσουν και τον ιταλό διοικητή της Πελοποννήσου, ο οποίος του έστειλε μέσω του Θεόκλητου μήνυμα. Ο γερο Μίχου του έδωσε μια περήφανη απάντηση.
Βγήκε στο βουνό με μια μικρή ομάδα 17-20 ανταρτών. Με τη μικρή αυτή ομάδα μέσα σε δυο μήνες είχε ουσιαστικά ελευθερώσει την Αιγιαλεία, την επαρχία Καλαβρύτων και ένα μέρος της επαρχίας Πατρών. Είχε την ικανότητα να παραπλανήσει τους Γερμανούς και Ιταλούς παρουσιάζοντας αντάρτες καθημερινά στα περισσότερα χωριά του χώρου του.
Οι γερμανοί με βάσει τις κινήσεις του αυτές υπολόγιζαν ότι ο γέρο Μίχος είχε 5000 έως 6000 αντάρτες, ενώ στην ουσία δεν ξεπερνούσαν τους 300. Έδωσε εντυπωσιακές μάχες που ανέβασαν το γόητρό του στο λαό. Ο Μίχου έγινε θρύλος. Δημοφιλής και αξιαγάπητος στους μαχητές του ΕΛΑΣ έδειξε καταπληκτική ικανότητα στον ανταρτικό πόλεμο και κέρδισε σημαντικές μάχες με πολύ μικρότερες δυνάμεις από αυτές του εχθρού (Πυργάκι, Κακό χωριό, Φίλια, Καλάβρυτα κλπ) και εδραίωσε έτσι τη φήμη του αντάρτικου στρατού του ΕΛΑΣ. Μέσα σε δυο μήνες όλη η ορεινή περιοχή της Β. Πελοποννήσου ήταν ελεύθερη.
Η δεξιά κυρίως κινούμενη από τους άγγλους προσπαθεί επίμονα να τον αποσπάσει. Χρησιμοποιούν άνθρωπο από τα Καλάβρυτα και του μεταφέρουν πρόσκληση του γερμανού διοικητού της Πάτρας να συναντηθούν στη Χαλανδρίτσα. Ήταν η παγίδα να τον συλλάβουν. Ήταν οι μέρες που είχε έρθει στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ ο Δανιηλίδης. Ο Μίχου δεν έδωσε απάντηση στην πρόταση του Κατσίνη αλλά τα είπε στον Δανιηλίδη. Φυσικά του είπε να μην πάει αλλά ο Δανιηλίδης σχημάτησε την αντίληψη ότι ο Μίχου ήταν ύποπτος και τον έθεσε υπό παρακολούθηση.
Θα του "την φέρει" στο Παμπελοποννησιακό Γραφείο (στον Αχιλλέα Μπλάνα).
Με την αναδιοργάνωση του ΕΛΑΣ στη Στρέζοβα όταν έγινε η τρίτη μεραρχία ο Μίχος ορίστηκε καπετάνιος με στρατιωτικό τον Αλέξανδρο (Κασάνδρα) και πολιτικό το Δανιηλίδη. Ένα μήνα αργότερα θα τον διώξουν από το αρχηγείο της μεραρχίας και θα τον τοποθετήσουν στρατιωτικό της ταξιαρχίας της μιας από τις δυο που είχε τη βόρεια Πελοπόννησο. Εκεί έδωσαν καπετάνιο τον Πελοπίδα και πολιτικό τον Τριαντάφυλλο ή Στάθη (Ζέγγος το πραγματικό του όνομα). Οι υποψίες του Δανιηλίδη (Αχιλλέας για τη μεραρχία) ύφαναν ένα δίχτυ γύρω από το γέρο.
Όταν θα γίνουν εκλογές για το Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ θα τον βάλουν υποψήφιο για το Εθνικό Συμβούλιο. Εκείνη την εποχή πέρασε ο Άρης Βελουχιώτης στην Πελοπόννησο που έφερε και εντολή για σύλληψη του γέρο Μίχου, αλλά και πολλών άλλων στελεχών του ΕΛΑΣ. Ο Άρης κατάλαβε ότι αυτές ήταν φαντασιώσεις και δεν στέκονταν. Έτσι κάλεσε αμέσως το γέρο Μίχο και το Βαζαίο και τους είπε ότι όλα όσα είχαν καταγγείλει ήταν αβάσιμα. Και πρόσθεσε στο γέρο Μίχο «πήγαινε απέναντι που σε έχουν ανάγκη για να ξεφύγεις από τούτους εδώ». Έτσι ο γέρος θα περάσει στο Εθνικό Συμβούλιο.
Μετά την απελευθέρωση, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες κατά των κατακτητών, κατηγορήθηκε από το μεταδεκεμβριανό κράτος "για δοσιλογισμό" και κλείστηκε στη φυλακή όπου έμεινε οχτώ χρόνια.

Η Σφαγή του Διστόμου
Στις 10 Ιουνίου του 1944 ο Fritz Laufenbach, λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει τον λόχο του από την Λειβαδιά προς το Δίστομο ,Στείρι και Κυριάκι με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στην δυτική πλευρά του Ελικώνα. Σαν δόλωμα οι Γερμανοί είχαν 2 επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, που προπορεύονταν της κύριας φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθυνόταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον 2ο λόχο. Οι 3 λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες εκτός από 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και εκφοβίζοντας τους χωρικούς έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο Στείρι. Ο 2ος λόχος κατευθύνθηκε προς τα εκεί και στην θέση Λιθαράκι ,περιοχή του Στειρίου έπεσε σε ενέδρα των ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Η μάχη του Στειρίου ήταν σκληρή και κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση . Οι απώλειες των Γερμανών ήταν περίπου 40 νεκροί και των ανταρτών
Μετά την μάχη οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και σε αντίποινα για τις απώλειές τους άρχισαν την σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή.
Ένας από τους επί κεφαλής που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την σφαγή στο Δίστομο Χανς Τσάμπελ (Hans Zampel) μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στην Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Στην πορεία ζητήθηκε η μεταφορά του στην Γερμανία για τις εκεί έρευνες όπου και παρέμεινε. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ζει ως σήμερα ελεύθερος.
Ο λοχαγός των SS Φριτς Λάουτενμπαχ (Fritz Lautenbach) είναι ο άνθρωπος που εκτέλεσε την εντολή και συνέταξε την σχετική ψευδή αναφορά. Η αναφορά του Lautenbach αμφισβητήθηκε άμεσα από τον επίσης αυτόπτη μάρτυρα της μυστικης αστυνομίας, Georg Koch, o οποίος συνόδευε την αποστολή

                                                                
Ο επικεφαλής του Διεθνούς
Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα
για τη σφαγή του Διστόμου
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυ-
ρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ,
στο βιβλίο του Η Οδύσσειά μου γράφει:
Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος
της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, πα-
ρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά
το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από
τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα
μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου
έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι
Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυ-
σμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών,
και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθα-
νοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας.
Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής
την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να
τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα
με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ
να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρή-
σαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν
μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο
χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους
χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για
να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρό-
μο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες
του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμη-
λό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν
που πλησιάζαμε. Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος
του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμό-
ντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα
με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακό-
μη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που
τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν
ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες
της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη
των Ες Ες. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα
αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν
διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κά-
θε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα.
Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με
την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες
κείτονταν στραγ-
γαλισμένες, με τα
εντόσθια τυλιγμέ-
να γύρω από το
λαιμό. Φαινόταν
σαν να μην είχε
επιζήσει κανείς…
Μα να! Ένας παπ-
πούς στην άκρη
του χωριού! Από
θαύμα είχε κατα-
φέρει να γλιτώσει
τη σφαγή. Ήταν
σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς
από τον τρόμο, με
άδειο βλέμμα, τα
λόγια του πλέον
μη κατανοητά. Κα-
τεβήκαμε στη μέ-
ση της συμφοράς
και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός!
Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυ-
ναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθ-
μός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού
ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε
να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις
μας, διαπιστώσαμε ότι [η γυναίκα] είχε πυρο-
βοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως
με χειρουργό την Κλειώ.
Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας…
Λίγον καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δί-
στομο θα αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο
επίλογο.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ανα-
γκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν
πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια
γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί
από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Δι-
στόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από
τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκη-
ση, πόσω μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό
είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε
τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα ανα-
γκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για
την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο
για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συ-
νάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση.
Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυ-
ματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο
αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο
παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ
μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά
πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο
εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα,
εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον
τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον
πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα
τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας,
έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους».
Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμ-
μα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε
να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα
πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα…

Η σφαγή στο Δοξατο από τους Βούλγαρους
Kείμενο από το βιβλίο του Θεόδωρου Κ. Ξομάλη "ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΗΡΩΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1940-1944"
Στις 28-9-1941, ώρα 23.30, μια ομάδα Ελλήνων ανταρτών , παρασύροντας και μερικούς Δοξατιανούς, περικύκλωσαν τον Αστυνομικό Σταθμό Δοξάτου. Η επιχείρηση αυτή των ανταρτών ήταν γνωστή στο Δήμαρχο Δοξάτου Δασκάλωφ και στο Νομάρχη Δράμας Γκιωργκίεφ, οι οποίοι και εκπόνησαν σχέδιο ανάλογο για ένα θετικό αποτέλεσμα των ανταρτών αλλά και μια ευκαιρία για αιματοκύλισμα του Δοξάτου.
Αντικατέστησαν 4 παλιούς χωροφύλακες με νέους, ώστε λόγω της απειρίας τους να μην αντιληφθούν τίποτα, ενώ ο Ενωμοτάρχης απουσίασε από το χωριό εσκεμμένα. Οι 3 από τους 4 χωροφύλακες σκοτώθηκαν και την επόμενη βρέθηκαν απανθρακωμένα τα πτώματά τους. Ξημέρωσε η 29-9-1941, η αποφράδα ημέρα του Δοξάτου-Δράμας.
Οι ελαφρά οπλισμένοι αντάρτες έφυγαν και οι φράσεις τους : «βγείτε έξω, απελευθερωθήκαμε, Χριστός Ανέστη κ.τ.λ.» θα αποδεικνύονταν τραγικές στη συνέχεια. Στις 07:30 περίπου ένα απόσπασμα στρατιωτών Βουλγάρων πλησίασε στα πρώτα σπίτια του Δοξάτου και κατά τις 10:00 άλλοι 100 Βούλγαροι στρατιώτες πύκνωσαν τον κλοιό που δημιουργήθηκε γύρω από το χωριό. Στις 14:00 ήρθε από την Καβάλα άλλο ένα απόσπασμα στρατού με πρόθεση να πυρπολήσει το Δοξάτο, αλλά αντέδρασε η βουλγαρική επιτροπή συγκέντρωσης σίτου και καπνού που ήταν αποθηκεμένο στα ξηραντήρια και οι Βούλγαροι θα έχαναν πολύτιμα κέρδη. Οι κάτοικοι οδηγήθηκαν βίαια προς την κατεύθυνση του δημοτικού σχολείου. Έγινε διαχωρισμός, τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άντρες στοιβαχτήκαν σε μια άδεια οικοδομή. Σε λίγο άρχισαν οι εκτελέσεις. Κατά ομάδες 10 ατόμων περίπου, οι μελλοθάνατοι οδηγούνταν έξω από το κτίριο και εκτελούνταν επί τόπου. Μέχρι τα χαράματα της 30-9-1941 συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό οι εκτελέσεις.
Οι εκτελεστές ζαλισμένοι από το κρασί που κατανάλωναν, ασυνείδητοι, εξακολουθούσαν να πίνουν περιχαρείς μπροστά στο αποτρόπαιο έργο τους. Τίποτα δεν τους κλόνιζε , γι αυτούς το πάτημα της σκανδάλης ήταν ρουτίνα. Αυτοί οι αιμοδιψείς Βούλγαροι, έβαψαν κόκκινο το χώμα του Δοξάτου - Δράμας. Το Δημοτικό σχολείο το λεηλάτησαν, το κατέστρεψαν και το κατάντησαν σταύλο
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Δημητρακούδη Ανδριάνα του Σταύρου, σύζυγος Πηγαδά Θεοδώρου, κάτοικος Δοξάτου - ΔράμαςΜαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 12.00 ΘΕΜΑ: Συλλήψεις-Ξυλοδαρμοί Εκτελέσεις (Περίληψη) Πρωινές ώρες της 29-9-1941, άρχισαν στο Δοξάτο - Δράμας οι συλλήψεις αθώων κατοίκων, οι συγκεντρώσεις αυτών κατά ομάδες σε διάφορα σημεία του χωριού και η προσαγωγή τους στον τόπο εκτέλεσης. Φοβούμενοι εμπρησμούς οικημάτων οι περισσότεροι άφησαν ελεύθερα τα ζώα τους και είτε με τη βία είτε αυθόρμητα παρουσιάστηκαν στους χώρους συγκέντρωσης, ενώ αρκετοί συνειδητοποίησαν από την αρχή τον κίνδυνο θανάτου και κρύφτηκαν. Οι Βούλγαροι απέφευγαν να ερευνούν συστηματικά τα σπίτια μας από φόβο, ένιωθαν ανασφάλεια στον κλειστό χώρο των δωματίων, αλλά και δεν είχαν κατάλληλο χρόνο δεδομένου ότι έπρεπε συγχρόνως τα ίδια άτομα να επιτηρούν τους συγκεντρωθέντες, γι αυτό όσοι κατάφεραν και κρύφτηκαν καλά ή έφυγαν από το χωριό, σωθήκανε. Οι εκτελέσεις άρχισαν τα μεσάνυχτα περίπου της 29-9-1941, ενώ αξιόπιστες πληροφορίες περί των εκτελέσεων άρχισαν να φτάνουν στα σπίτια τα ξημερώματα της 30-9-1941. Μετά 2 ημέρες από τις εκτελέσεις οι Βούλγαροι έστησαν τα κανόνια τους κοντά στο νεκροταφείο και βομβάρδισαν τα Κύργια- Δράμας , γιατί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν προς την περιοχή εκείνη.
Θασίτης Άγγελος του Γεωργίου, γεννήθηκε το 1913 στο Δοξάτο  Δράμας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος ΟΓΑ.Μαρτυρία της 25-4-1991, ώρα18.00 ΘΕΜΑ :Διαφυγή Εκτελέσεις (Περίληψη) Πέρασαν τα χρόνια, έφτασε το 1940, γράψαμε το Αλβανικό Έπος, κατέρρευσε το Αλβανικό Μέτωπο και αρχές Μαΐου του 1941 ήρθαν πάλι οι Βούλγαροι και εγκαταστάθηκαν στο Δοξάτο. Πέρασαν οι ημέρες γρήγορα και ήρθε ο μαρτυρικός Σεπτέμβρης του 1941. Ενώ το 1942 δημιουργήθηκε το γνήσιο αντάρτικο, από τις αρχές του καλοκαιριού του 1941 δημιουργήθηκε ένα ψευτοαντάρτικο με 5-6 Δοξατιανούς κομμουνιστές και μερικούς από τη Χωριστή  Δράμας. Η τροφοδότησή τους γινόταν από χωριανούς μας ως και από κατοίκους των γύρω χωριών, οι δε κινήσεις τους ήταν πασίγνωστες στους Βουλγάρους , αφού σε λίγο στις τάξεις τους κατάφεραν να εισχωρήσουν Βούλγαροι στρατιώτες, κατάσκοποι δήθεν αντιφρονούντες, αντίθετοι του Βούλγαρου Βασιλέα Μπόρις. Πλησίαζαν μεσάνυχτα της 28-9-1941 όταν κατέβηκαν από το πλησιέστερο Βουνό οι οπλισμένοι αντάρτες και μπλόκαραν την αστυνομία που έδρευε στο σημερινό παιδικό σταθμό. Η όλη επιχείρηση των ψευτοανταρτών ήταν γνωστή στο δολοφόνο Βούλγαρο Δήμαρχο, ο οποίος επιζητούσε αφορμή για αντίποινα, οπότε εκπόνησε σε συνεργασία με τον Βούλγαρο Νομάρχη της Δράμας σχέδιο καταστροφής του Δοξάτου. Αντικατέστησε τους 4 παλιούς χωροφύλακες με νέους, ώστε λόγω απειρίας των να μην αντιληφθούν τίποτα, ο Ενωματάρχης ήταν απών και ο ίδιος εσκεμμένα απουσίαζε από το χωριό. Ανύποπτοι οι νέοι χωροφύλακες δέχτηκαν απ όλες τις πλευρές τα πυρά των ανταρτών και η μάχη κορυφώθηκε. Το κτίριο της αστυνομίας κάηκε, οι δύο χωροφύλακες σκοτώθηκαν . Οι Βούλγαροι που εμφανίστηκαν από την πλευρά της Δράμας, φοβούμενοι τους αντάρτες που όμως είχαν αποχωρήσει παίρνοντας μαζί τους και τον ένα νεκρό τους, πυροβολώντας συνεχώς και έρποντας αργά με προφυλάξεις, αφού κατατρύπησαν τους τοίχους των σπιτιών με σφαίρες για εκφοβισμό μπήκαν στο χωριό. Τα αντίποινα ήταν τραγικά . Σκοτώσανε σε συνεργασία με τους Γερμανούς και με βασανιστικό τρόπο πάρα πολλούς.
Κιτσιούκης Νικόλαος του Δημητρίου, γεννήθηκε το 1919 στο Δοξάτο  Δράμας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος του ΟΓΑ Μαρτυρία της 03/06/1991, ώρα 11:00ΘΕΜΑ: Εκτελέσεις (περίληψη) Στις 28-9-1941 παραμονή του αιματοκυλίσματος του Δοξάτου  Δράμας, απουσίαζα από το χωριό (Δοξάτο). Συγκεκριμένα βρισκόμουν στην περιοχή Σύψας (Ταξιαρχών), μαζί με άλλους συγχωριανούς μου για κοπή καυσόξυλων απ το βουνό. Βρισκόμασταν έξω από τη Δράμα, μεσάνυχτα περίπου, όταν ακούσαμε πυροβολισμούς από την πλευρά του Δοξάτου και είδαμε φωτοβολίδες και φλόγες τεράστιες να γλείφουν το γαλάζιο ουρανό του χωριού μας. Είχε πυρποληθεί το κτίριο που έδρευε η βουλγαρική χωροφυλακή. Κρυφτήκαμε σε μια χαράδρα , ξεζέψαμε τα ζώα απ τα κάρα και κρυφτήκαμε μέχρι το ξημέρωμα. Ήμασταν 4 συγχωριανοί, μαζί και ο φίλος μου Παπαϊωάννου Θεόδωρος που στη συνέχεια εκτελέστηκε Ξημέρωσε και πλησιάσαμε ακόμα περισσότερο προς το σημείο των χωροφυλάκων. Μας είδαν οι Βούλγαροι χωροφύλακες και φάνηκε πως μας αγνόησαν, γιατί συνέχισαν τη συζήτησή τους. Ξαφνικά κι ενώ βρισκόμασταν 5 μέτρα από αυτούς, γύρισαν απότομα και μας φώναξαν δυνατά, «κάραιτε» (συνεχίστε). Ήρθαν κοντά μας και στα βουλγαρικά μας απείλησαν Φτάσαμε στα σπίτια μας Οι γονείς μου ήταν ανήσυχοι, αλλά δε γνώριζαν τίποτα, νόμιζαν ότι επρόκειτο για ένα απλό συμβάν που θα περνούσε γρήγορα Ώρα 9.00 ένα αεροπλάνο έριξε 2 βόμβες, μια στα βόρεια και μια στα νότια του χωριού Δεν πρόλαβα να σηκωθώ και οι φωνές της περιπόλου στη γειτονιά, «βγείτε όλοι έξω, γιατί θα κάψουμε το χωριό» με γέμισαν ανησυχία Οικογενειακώς, σχεδόν βιαστικά με τη θέλησή μας κατευθυνθήκαμε προς το σημείο συγκέντρωσης, την οδό Βενιζέλοι, που οδηγεί προς τα νεκροταφεία.  Εκεί συναντήσαμε πάνω από 200 συγχωριανούς μας και συνεχώς ο αριθμός μεγάλωνε, με νέες «φουρνιές» αθώων συγχωριανών, από διάφορες γειτονιές του Δοξάτου  Δράμας. Κάθε φουρνιά συνοδευόταν από 10 περίπου Βουλγάρους, οι οποίοι παρέδιναν τα άτομα στον επικεφαλή της κύριας συγκέντρωσης των «Πεύκων» και ξανάφευγαν για να επαναλάβουν το βρώμικο έργο τους. Βορειοδυτικά της κύριας συγκέντρωσης ήταν στημένα πολυβόλα και κάπου 20 αγριεμένοι Βούλγαροι στρατιώτες κυκλοφορούσαν πέρα  δώθε, γύρω κι ανάμεσα απ το ανήσυχο πλήθος, προσπαθώντας να μας κρατήσουν, αποφεύγοντας πιθανή εκρηκτική ατμόσφαιρα..«Φσίτσκιτε να γκλαβάτα» (όλους θα σας πάρουμε τα κεφάλια), φώναξε. Ακολούθησαν τρομερές στιγμές.Μας οδήγησαν βίαια εμάς τους νέους, απ το χαντάκι προς το νεόκτιστο ακατοίκητο σπίτι, ενώ οι υποκόπανοι των όπλων τους μελάνιαζαν τις πλάτες μας. Στριμωχτήκαμε σα σαρδέλες στο μονώροφο ακατοίκητο τριάρι κι είμαστε 150-200. Σε λίγο ομάδες των 15-20 ατόμων, ανά 20 λεπτά, έβγαιναν απ τα δωμάτια, δένονταν με σύρματα και οδηγούνταν για εκτέλεση. Μας αράδιασαν μετά το τελευταίο πτώμα της προηγούμενης σειράς, με τα νώτα προς το εκτελεστικό απόσπασμα. Μετά το πέσιμό μας, αμέσως σχεδόν, το ασυντόνιστο κροτάλισμα των πολυβόλων στέρησε τη ζωή των περισσοτέρων μας. Τα καυτά μολύβια καρφώθηκαν στους ήρωες Δοξατιανούς που με την πτώση τους γέμισαν το χαντάκι. .Στην ομάδα μας νόμισα ότι οι μοναδικοί επιζώντες ήταν η δυάδα μας. Ρώτησα σχετικά το γαμπρό μου και μου απάντησε «εγώ πάντως είμαι ζωντανός».. . Έπρεπε να φύγουμε , να φύγουμε αμέσως, τώρα ότι κι αν γίνει. Οι εκτελεστές ήταν σε απόσταση 10 μέτρων περίπου και μετακινούσαν στο ανάλογο σημείο τα πολυβόλα τους. Ο ήχος των πολυβόλων δεν άργησε να μας ξεκουφάνει. Σαν ελατήρια ο γαμπρός μου κι εγώ τιναχτήκαμε απ το χώμα και τρέξαμε, τρέξαμε στη λευτεριά, στη ζωή.. Αιτία της καταστροφής του Δοξάτου ήταν η ατυχής ενέργεια των ανταρτών, διαφορετικά δε θα θρηνούσαμε θύματα. Εξ άλλου με το θάνατο των 3 χωροφυλάκων Βουλγάρων η κατάσταση δεν άλλαζε.
Μπαλίδης Ευάγγελος του Σωτηρίου, γεννήθηκε το 1914 στην Ανατολική Θράκη (Κεσάνη) και κατοικεί στο Δοξάτο  Δράμας, συνταξιούχος ΙΚΑ Μαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 14.00΄ ΘΕΜΑ: Εκτελέσεις  Διαφυγή (Περίληψη) Στις 29-9-1941, ημερομηνία εκτελέσεων, Δήμαρχος του Δοξάτου  Δράμας ήταν ο Βούλγαρος Δασκάλωφ. Γιγαντόσωμος, σκληρός και προβληματικός. Ο Σλαύκος ή Σλιαύκος, Βουλγαροέλληνας, Αλιστρατινός, ψυχρός δολοφόνος, ήταν ο υπάνθρωπος, που έδινε τις χαριστικές βολές στους τραυματισμένους ήρωες του χώρου των εκτελέσεων. Απαθής, κυνικός, ασυνείδητος, γνωστός για τα αιμοδιψή ένστικτά του, εκλέχτηκε για το μακάβριο έργο των χαριστικών βολών και εμφανίστηκε στο Δοξάτο το πρωί της 29-9-1941. Αν και γνώριζε πολλούς Δοξατιανούς, λόγω των πολλών επισκέψεών του στην περιοχή, την ημέρα εκείνη τους ξέχασε όλους, δεν άκουγε κανένα, μόνο την επιτυχία των εκτελέσεων σκεπτόταν, τίποτα άλλο. Η 28-9-1941 ξημέρωσε και πέρασε ήρεμα, πλησίαζαν μεσάνυχτα. Πυροβολισμοί ξεσήκωσαν το χωριό κι ανήσυχες συζητήσεις άρχισαν μεταξύ των συγχωριανών..Ξημερώνοντας ο πατέρας μου, ηλικίας τότε 63 ετών, μου είπε, «έγινε βομβαρδισμός , σκότωσαν χωροφύλακες, πάμε να φύγουμε». Ενώ ο πατέρας μας έφυγε από το χωριό, εγώ φοβούμενος για την τύχη των δύο μικρών παιδιών μου παρέμεινα. Ώρα 8.00 της 29-9-1941, η φράση «βγείτε έξω, γιατί θα κάνουμε ανακρίσεις», επαναλαμβανόταν συνεχώς στις γειτονιές απ? τους βουλγαροέλληνες που συνόδευαν τους Βουλγάρους στο αποτρόπαιο έγκλημά τους. Θα ήταν 9.00 η ώρα και τα συγκεντρωθέντα άτομα δεν ξεπερνούσαν τη στιγμή εκείνη τα 20. Ξαφνικά απ? την απέναντι πλευρά της οδού, 2 Βούλγαροι έστρεψαν τα όπλα τους προς εμένα και η σκληρή φωνή τους «Αλτ» με κοκάλωσε. Σήκωσα ψηλά τα χέρια και με οδήγησαν ανάμεσα στους συγκεντρωθέντες. Γρήγορα γίναμε 40 και με βουλγαρική συνοδεία πήραμε το δρόμο για το δημοτικό σχολείο, προς τα πεύκα??.. Στα πεύκα συναντήσαμε κι άλλες ομάδες συγκεντρωθέντων που ξεπερνούσαν τους 100, σε λίγο ήρθαν κι άλλοι, κι άλλοι συνεχώς κατέφθανα ομάδες πού αφετηρία είχαν κυρίως την οδό ΒενιζέλουΤη γυναίκα μου και τα παιδιά μου που έμειναν στο σπίτι, οι Βούλγαροι τους έβγαλαν έξω και με τη βία τους έστειλαν ανάμεσά μας. Οι Βούλγαροι φρουροί μας ήταν 20, άλλοι με στρατιωτικά ρούχα κι άλλοι με πολιτικά. Ήταν Βουλγαροέλληνες ελληνικών χωριών της περιοχής Προσοτσάνης  Δράμας οι περισσότεροι οι οποίοι με τις οικογένειές τους το Σεπτέμβριο του 1944, ακολούθησαν τους Βουλγάρους στη Βουλγαρία. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στο σχολείο κι εμείς, μ ενισχυμένη φρουρά που κατέφθασε τη στιγμή εκείνη με δύο φορτηγά από την Καβάλα στο γειτονικό ακατοίκητο κτίριο. Ήμασταν πάνω από 200Ώρα 20.00 μας οδήγησαν για εκτέλεση σαν αγέλη, μας έσπρωχναν προς το θάνατο. Σοφίστηκα αμέσως κι έκανα τον κουτσό, μήπως και μου δοθεί η ανάλογη ευκαιρία απόδρασης. Κουτσαίνοντας έμεινα πίσω γύρω στα 200 μέτρα και αναγκαστικά παρέμεινε μαζί μου ο τελευταίος φρουρός. Ο φρουρός φανερά εκνευρισμένος για την καθυστέρησή μου, έβριζε και με χτυπούσε με το κοντάκι. Δεν άντεχα άλλο, το ελληνικό πατριωτικό μου συναίσθημα είχε ξεφαντώσει μέσα μού. Ενώ δεχόμουν τα χτυπήματα, παρατήρησα καλά το Βούλγαρο φρουρό, που ήταν πιο κοντός από μένα και σκέφτηκα « είναι του χεριού μου, αφού είμαι για εκτέλεση, θα του επιτεθώ, θα του επιτεθώ». Όπως μ έσπρωχνε, γύρισα ξαφνικά του άρπαξα το όπλο και το τράβηξα, το τράβηξα με τόση δύναμη, που χτύπησε στο έδαφος κι έσπασε στη μέση. Πάγωσε ο φρουρός , φοβήθηκε , τον παράτησα και άρχισα να τρέχω σα λαγός προς την κατεύθυνση μεταξύ Αδριανής και Χωριστής. Δεν πέρασε ένας μήνας απ την επιστροφή μου και οι Βούλγαροι μ επιστράτευσαν ως «ντουρντουβάκι» στα καταναγκαστικά έργα της περιοχής Σιδηροδρομικού Σταθμού Σιδηροκάστρου - Κούλας Τσεμετλί για 12 ολόκληρους μήνες. Με το τέλος των 12 μηνών, λόγω σοβαρής ασθένειας της θυγατέρας μου και θερμών παρακλήσεων της συζύγου μου, μου δόθηκε ολιγοήμερη άδεια και ξανά δεν επέστρεψα στα καταναγκαστικά έργα. Δεν μπορώ να αποδώσω ευθύνες σε συγκεκριμένα άτομα για το αιματοκύλισμα του Δοξάτου, όμως μπορώ να πω με σιγουριά ότι δώσαμε εμείς την ευκαιρία στους αιμοσταγείς Βουλγάρους να προβούν στις εκτελέσεις. Ενώ η πατρίδα μας είχε καταληφθεί σχεδόν όλη από τις γερμανικές δυνάμεις, εμείς διαδίδαμε ότι οι δήθεν σύμμαχοί μας Ρώσοι πλησιάζουν στα σύνορά μας φέρνουν τη λευτεριά και πρέπει να ξεσηκωθούμε. Οι χωριανοί μας αντάρτες και των γύρω χωριών, κομμουνιστές, μια χούφτα άοπλοι αγωνιστές, αστρατικοποίητοι, απειροπόλεμοι εντελώς, νόμισαν ότι με τη δολοφονία ενός πολίτη Βούλγαρου, κεραμοποιού στο επάγγελμα και μάλιστα μέσα στο κεραμοποιείο του Δοξάτου και των χωροφυλάκων θα έφερναν αισιοδοξία και αύξηση στελεχών στις τάξεις τους. Νόμισαν ότι θα προσέλκυαν επίδοξους αντάρτες, ότι θα έφερναν αποτέλεσμα, αλλά έφεραν την καταστροφή Εκτελέστηκαν περίπου 189 άτομα.
Πηγαδά Ευδοκία, σύζυγος Δημοσθένη, γεννήθηκε το 1905 στην Ανατολική Θράκη (Βιζύη ή Βίζα ή Βιζού) και κατοικεί στο Δοξάτο Δράμας, συνταξιούχος ΟΓΑ. Μαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 11.00΄ ΘΕΜΑ: Εκτελέσεις (Περίληψη) Τέλος Απριλίου 1941 εμφανίστηκαν οι Βούλγαροι και μετά από συνεχείς αναγνωρίσεις της περιοχής εγκαταστάθηκαν στο Δήμο μας στο κτίριο που είναι ο σημερινός παιδικός σταθμός. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Γιαννάκου Φανής του Θωμά, στο δεύτερο όροφο του σπιτιού τους, εγκαταστάθηκαν 2 υπάλληλοι του Δήμου, ο ένας ονόματι ΜπόριςΑν και αρχικά οι Βούλγαροι δε δημιουργούσαν προβλήματα, παρά ταύτα πολλοί Δοξατιανοί προύχοντες αναχώρησαν για Θεσ/νίκη πρώτα και μετά για Νιγρίτα, όπου πέρασαν καλύτερα τα κατοχικά χρόνια, γιατί η περιοχή πέρα από το Στρυμόνα ποταμό θεωρείτο ελεύθερη Ελλάδα και γενικά η διαβίωση στα εδάφη εκείνα δεν προκαλούσε αγωνία και κίνδυνο?Προβλήματα στις σχέσεις μας δεν υπήρχαν και όταν οι Βούλγαροι έφεραν και τις οικογένειές τους μαζί, το κλίμα ήταν πολύ καλύτερο. Τον ίδιο καιρό όμως αρκετοί κάτοικοι του Δοξάτου και της γύρω περιοχής, κυρίως κομμουνιστές , κατέφευγαν στο βουνό, δημιούργησαν κάποιο ψευτοαντάρτικο και οι πρώτες βουλγαρικές ανησυχίες, αλλά και προβληματισμοί, φώλιασαν στον ορίζονταΈφτασε η 28-9-1941, είχαν αρχίσει να πέφτουν σκοτάδια όταν ξαφνικά ακούστηκαν καμπάνες και η φράση τώρα, ήρθε η ώρα» Η ώρα πέρασε γρήγορα και τον ήχο της καμπάνας τον αντικατέστησαν οι πυροβολισμοί. Σε λίγο φούντωσε η μάχη μεταξύ ανταρτών και χωροφυλάκων. Τα κτίριο της φυλακής πυρπολήθηκε. Προς στιγμή η νίκη φαινόταν να είναι με το μέρος των ανταρτών, μια νίκη που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του Δοξάτου. Μπορεί να μην ήταν πεπειραμένοι στρατιωτικοί οι αντάρτες, μπορεί να παρασύρθηκαν από άλλους, μπορεί να παραδόθηκαν, όμως και ο πιο επιεικής κριτής, μπροστά στο αποτέλεσμα, τους επικρίνει και τους κατηγορεί για την αφέλειά τους. Ξημέρωσε. Ένα αεροπλάνο έριξε 3-4 βόμβες γύρω από το χωριό, χτύπησαν οι καμπάνες και οι Βούλγαροι στους δρόμους φώναζαν μανιασμένοι, «βγείτε όλοι έξω, γιατί θα κάψουμε το χωριό»Μας μάζεψαν στο σχολείο κι εκεί έγινε διαχωρισμός ανδρών και γυναικόπαιδων, ενώ μεταξύ των ανδρών έγινε διαχωρισμός νέων και γερόντωνΤα μεσάνυχτα έφτασε στ αυτιά μας ο ήχος των πολυβόλων και η φράση «σκοτώνουν τους άνδρες μας» πάγωσε το αίμα μας. Η Λιούσια Σοφία, που ήταν έγκυος, της ήρθαν πόνοι γέννας και με τη βοήθεια της γριάς Μαλέα πρακτικής μαμής ήρθε στον κόσμο ένα αγόρι που τα πρώτα ρουχαλάκια ήταν κομμάτια από τα φουστάνια μαςΡωτήσαμε τους Βουλγάρους φρουρούς για την τύχη των ανδρών μας και αυτοί απάντησαν «αυτοί πάνε, λυπόμαστε που είχε και νέους».Μετά 8 ημέρες, αφού τα πτώματα είχαν μυρίσει τα ξεθάψαμε και τα θάψαμε σε ομαδικό τάφο. Οι γυναίκες φόρεσαν όλες μαύρα, το γέλιο έσβησε από τα χείλια μας , η αποφράδα εκείνη ημέρα δεν ξεχάστηκε, ούτε θα ξεχαστεί ποτέ.
Πηγαδάς Θεόδωρος του του Δημοσθένη, γεννήθηκε το 1926 στο Δοξάτο  Δράμας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος Μαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 13.00 Θέμα: Εκτελέσεις (περίληψη) Οι εκτελέσεις έγιναν κοντά στα πεύκα, αριστερά από το σημερινό γυμνάσιο, στην θέση «Εντριτζήλο». Οι συγκεντρωθέντες διαχωρίστηκαν κατά ηλικία, από 20-40 ετών και από 40 και πάνω συμπεριλαμβάνονταν οι έφηβοι και τα γυναικόπαιδα. Οι μελλοθάνατοι χωρίστηκαν σε δυάδες των τριών σειρών, δηλαδή κάθε δυάδα αποτελούσε μια σειρά και κάθε σειρά απείχε από την άλλη γύρω στο μέτρο. Ήμουν ένας από τους συγκεντρωθέντες, ηλικίας τότε 15 ετών. Ο Κηρογιάγκου Ευάγγελος, που ήταν στο οίκημα των μελλοθανάτων, δεν τον βρήκαν οι σφαίρες στον τόπο εκτέλεσης, έλυσε τα δεμένα με σύρμα χέρια του, προσπάθησε να λύσει και του αδελφού του Πασχάλη, στάθηκε όμως αδύνατο, οπότε ο Πασχάλης επιτακτικά του είπε φύγε να σωθείς, είμαι σφιχτά δεμένος» και ο Ευάγγελος τον φίλησε και έφυγε χωρίς να τον αντιληφθούν Πέρασε η 29-9-1941, ξημέρωσε η 30-0-1941 κι ακόμα οι πυροβολισμοί του εκτελεστικού αποσπάσματος συνεχιζότανΞημέρωσε και οι Βούλγαροι δεν προλάβαιναν να τους οδηγήσουν στο σημείο εκτέλεσης, και με άγχος, βιασύνη, φόβο και ντροπή ακόμα, τους οδηγούσαν σε άλλο σημείο εκτέλεσης κοντά στο σχολείο, μπροστά στα μάτια μου. Τα στημένα πυροβόλα τους θέρισαν. Ένα άτομο όμως με λυμένα τα χέρια, κατάφερε και με υπερβολική ταχύτητα ξέφυγε προς την πλευρά της Χωριστής  Δράμας, ενώ οι σφαίρες βούιζαν γύρω του σα ζαλισμένες μέλισσες. Στις 9:οο ώρα της 30-9-41 μας άφησαν ελεύθερους και γυρίσαμε σπίτια μας. Μετά 8 ημέρες έγινε η εκταφή των νεκρών και η ταφή τους σε ομαδικό τάφο που σκάψαμε.
Αιτία της καταστροφής ήταν η επίθεση των μελών του προσωρινού αντάρτικου στη βουλγαρική αστυνομία. Ήταν σφάλμα των ανταρτών αυτών γιατί ο ξεσηκωμός ήταν πρόχειρος και ανώριμος.Λέγεται μάλιστα ότι οι αντάρτικες ομάδες της Θες/νίκης συνεννοηθήκαν με τους αντάρτες της περιοχής μας και διάλεξαν ως ημερομηνία ξεσηκωμού την 28-9-1941, αλλά τελευταία στιγμή οι ομάδες της Θεσσαλονίκης διαφοροποίησα το σχέδιό τους και έστειλαν σύνδεσμό στην περιοχή μας για ενημέρωση και τροποποίηση του σχεδίου, πλην όμως ο σύνδεσμος σκοτώθηκε κοντά στον ποταμό Στρυμόνα κι έτσι οι της περιοχής μας έμειναν ανημέρωτοί και η επιχείρησή τους καταδικάστηκε σε αποτυχία. Γι αυτό θα πρέπει να είμαστε πιο επιεικείς στις κρίσεις μας.
ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ (ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ) Εκτελέσθηκαν 189
Βλαχόπουλος Αναστάσιος Αθανάσιος 26
Γιολτσίδης Ιωάννης Συμεών 22
Ζηλακάκης Γεώργιος Χρήστος 36
Καμπάνταης Αλέξανδρος Δημήτριος 29
Κατσαντώνης Θωμάς Παναγιώτης 56
Κατσαντώνης Σωτήρης Θωμάς 24
Ρεπάκης Στέφανος Πέτρος 35
Σακκόπουλος Γεώργιος Γεώργιος 22
ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ (ΑΓΟΡΑ- Πάζαρλαρ)
Κυζίρογλου Αναστάσιος Ιωσήφ 45
Μυλονόπουλος Ευσέβιος Αντώνιος 40
Μυρισίδης Δημήτριος Ιωάννης 33
ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ
Αγγέλου Άγγελος Χριστόδουλος 31
Αγόρι (ψευδώνυμο Αρμενίου) 17
Αθανασίου Δημήτριος Αναστάσιος 33
Αινίτης Μιλτιάδης Κωνσταντίνος 28
Αλεξανδρίδης Αλέξανδρος Μιλτιάδης 25
Αλεξίου Αλέξιος Χριστόδουλος 37
Αλεξίου Θεόδωρος Απόστολος 36
Αλεξίου Νικόλαος Απόστολος 20
Αλεξίου Νικόλαος Αλέξιος 28
Αλεξίου Παναγιώτης Γεώργιος 27
Αλεξίου Παναγιώτης Θεόδωρος 31
Αλτίκης Δημήτρης Γεώργιος 20
Αμβράζης Αριστοτέλης Παναγιώτης 26
Αμβράζης Δημοσθένης Παναγιώτης 24
Αραπίδης Μιχαήλ Γεώργιος 36
Αρβανιτίδης Ιωάννης Μενέλαος 20
Αρβανιτίδης Μιχαήλ Ισαάκ 65
Βασιλειάδης Χρήστος Παναγιώτης 17
Βαφείδης Χρήστος Αθανάσιος 18
Βελένης Ανέστης Σταμάτιος 38
Βελέντζας Ιωάννης Νικολάος 26
Βλαχάτσης Ιωάννης Κωνσταντίνος 31
Βλαχάτσης Χρήστος Κωνσταντίνος 27
Βογιατζής Αλέξανδρος Αθανάσιος 40
Βογιατζής Ορέστης Αθανάσιος 38
Βογιατζής Χρήστος Κλεάνθης 44
Βουλούτης Νικόλαος Δημήτριος 33
Γεωργιάδης Γεώργιος παπα-Χριστόδουλος 39
Γεωργιάδης ή Δούλης Δημήτριος Αθανάσιος 35
Γιαμαλής Αθανάσιος Νικολάος 40
Γιαννάκης Ανδρέας Κωνσταντίνος 33
Γιαρμουκάκη Σουλτάνα Κωνσταντίνος (σύζυγος) 46
Γκαϊντακλής Αθανάσιος Αντώνιος 19
Γκαρνίκ ή Γκαρνέκ (Αρμένιος) 40
Γκόγκουλης Κίμων Ανδρέας 33
Γοργίας Νικόλαος Στέργιος 23
Δαγλής Νικόλαος Κωνσταντίνος 25
Δαμιανίδης Βασίλειος Γεώργιος 28
Δαμιανίδης Κωνσταντίνος Γεώργιος 32
Δημητρακούδης Σταύρος Θεόδωρος 50
Δημόπουλος Γεώργιος Δημήτριος 29
Δημόπουλος Νικόλαος Δημήτριος 32
Δικονιμάκης Ιωάννης Ανδρέας 22
Δοντάκης Στέργιος Κωνσταντίνος 22
Δόσπαπας Αλέξανδρος Γεώργιος 32
Δρογούτης Γεώργιος Απόστολος 26
Ζυρνόβαλης Μιχαήλ Πέτρος 32
Ήτιος Δημήτριος Νικολάος 37
Θασίτηςή Ανθουλιάς Αριστοκλής Γεώργιος 30
Θεοδωράκης Παναγιώτης Λάμπρος 47
Θεολογίδης Δημήτριος Γεώργιος 28
Ιακωβίδης Αιμίλιος Τρύφων 34
Ιωαννίδης Σταύρος
Καλακίκος Στρατής
Καπουτζής Γεώργιος Δημήτριος 24
Καραγεβρέκης Χριστόδουλος Γεώργιος 26
Καραγεβρέκης Αθανάσιος Γεώργιος 28
Καραγιάννης Κλέαρχος Ιωάννης 38
Καραγκιόζης Ανέστης 27
Καραγκούνης Στέφανος Γεώργιος 32
Καραμήτρου ή Κυριατζής Αθανάσιος Ανέστης 28
Καράμπελας Δημήτριος Ιωάννης 20
Καραπαναγιωτίδου Παναγιώτα Θεμιστοκλής (σύζυγος) 38
Καρατζεμδένης Στέργιος Αθανάσιος 65
Καρατζόγλου Κύρος Ιωάννης 29
Καρατζόγλου Γεώργιος Αναστάσιος 31
Καρατζόγλου Μενέλαος Ιωάννης 40
Καρατζόγλου Χαρίλαοςή Χαράλαμπος Μιχαήλ 29
Καρβουνίδης Θεόδωρος Χαράλαμπος 57
Καρκατζέλης Κωνσταντίνος Αναστάσιος 19
Καρακατζέλης Λεωνίδας Αθανάσιος 50
Κατσέρης Νικόλαος Γεώργιος 24
Κιάμος Θεόδωρος Χρήστος 22
Κιμπάρης Ιωάννης Γεώργιος 35
Κιτσιούκης Απόστολος Δημήτριος 19
Κόρδας Σταύρος (Πάπιας) 40
Κουμούρης Γεώργιος Κωνσταντίνος 48
Κουμούρης Κωνσταντίνος Νέστορας 21
Κουνδουράς Κωνσταντίνος Δημήτριος 40
Κουνδουράς Στέφανος Δημήτριος 45
Κουνδουράς Χρήστος Δημήτριος 38
Κουρόγλου Μιλτιάδης Θεολόγος 63
Κουρτίδης Νικόλαος Λεωνίδας 26
Κουτσουράδης Κωνσταντίνος Ευστράτιος 38
Κριτζέληςή Γριζέλης Σάββας Δημήτριος 31
Κυνηγόπουλος Ηλίας Χρήστος 20
Κυριατζής Χρήστος Γεώργιος 18
Κύρου Πασχάλης Γεώργιος 21
Κωνσταντινίδης Πρόδρομος Κωνσταντίνος 22
Μαγαρσιώτης Στέργιος Κωνσταντίνος 31
Μαδεμλής Δημοσθένης Χρήστος 42
Μαδεμλής Ζήσης Ιωάννης 29
Μαδεμλής Θεοδόσιος Ιωάννης 24
Μαδεμλής Θεόδωρος Διονύσιος 25
Μαδεμλής Θεόδωρος Ιωάννης 22
Μαδεμλής Νικόλαος Χρήστος 27
Μαδεμλής Πρόδρομος Χρήστος 21
Μάλλιος Ευστάθιος Αναστάσιος 30
Μαραπίδης Ηρακλής Νικολάος 23
Μαργαρίτης Κωνσταντίνος Αντώνιος 31
Μαργαρίτης Μαργαρίτης Χρήστος 23
Μαργαρίτης Σοφοκλής Χρήστος 35
Ματραπάζης Απόστολος Μιχαήλ 18
Μηλιούσης Αθανάσιος Χρήστος 29
Μολιστάνος Αντώνιος Γεώργιος 28
Μοσχόπουλος Σταύρος Νικολάος 35
Μοσχούτης ή Μοσχούδης Εμμανουήλ Νικολάος 28
Μουραλόπουλος Θεοχάρης Ιωάννης 28
Μπαλωτής Αναγνώστης
Μπαμπούρας Κωνσταντίνος Απόστολος 22
Μπεάκης ή Δεμερτζής Αργύριος Δημήτριος 22
Μπεσίκας Ιωάννης Στέργιος 27
Μπεσίκας Στέργιος Ιωάννης 53
Μπεσιρίδης Λεωνίδας Θεόδωρος 18
Μπουντάκης Κωνσταντίνος Λάμπρος 26
Μυλόπουλος Λάζαρος Βασίλειος 20
Μυτιλέτσης Μιλτιάδης Παναγιώτης 51
Ναλμπάντης Δημήτριος Παναγιώτης 20
Ναλμπάντης Παναγιώτης Δημήτριος 72
Ναούμ Θεόδωρος Βασίλειος 18
Ξανθόπουλος Κωνσταντίνος Αλέξανδρος 23
Ξανθόπουλος Λάζαρος Κωνσταντίνος 28
Ξανθόπουλος Παναγιώτης Κωνσταντίνος 35
Ξανθόπουλος Χαράλαμπος
Παλουκόπουλος Γεώργιος Αναστάσιος 26
Πανανός Σωτήριος Ιωάννης 17
Παπαδημητρίου Γεώργιος Ιωάννης 30
Παπαδόπουλος Γεώργιος Βασίλειος 44
Παπαδόπουλος Παύλος Δημήτριος 55
Παπάζογλου Δημήτριος Ιωάννης 36
Παπάζογλου Χρήστος Ιωάννης 35
Παπαθανασίου Αθανάσιος Αριστείδης 18
Παπαθανασίου Θεμιστοκλής Αριστείδης 27
Παπαϊωάννου Δημήτριος Τηλέμαχος 41
Παπαϊωάννου Διογένης Ιωάννης 16
Παπαϊωάννου Θεόδωρος Κωνσταντίνος 22
Παπαϊωάννου Χρήστος
Παπακωνσταντίνου Αθανάσιος Αχιλλέας 40
Παπανικολάου Χρήστος Βασίλειος 22
Παραδεισόπουλος Ιωάννης Αναστάσιος 21
Παράσχου Αλέξανδρος Γεώργιος 28
Παυλάτος Δημήτριος Σωτήριος 31
Παυλάτος Χρήστος Θεόκλητος 25
Πεζοδρόμος Αθανάσιος Δημήτριος 29
Πεζοδρόμος Στέφανος Δημήτριος 50
Πεντηκούσης Αναστάσιος Κωνσταντίνος 18
Πηγαδάς Δημοσθένης Κωνσταντίνος 42
Πηγουνάκης Γεώργιος 22
Πλακοπίτης Δημήτριος Ιωάννης 35
Ράιτσιος Άξιος Αναστάσιος 38
Ραφτόπουλος Εμμανουήλ Νικολάος 33
Ρουμανιώτης Γεώργιος
Σακκόπουλος ή Σακκάς Μιχαήλ Πασχάλης 45
Σαμαράς Μιχαήλ Δημήτριος 29
Σαραπάρης Ευάγγελος Δημοσθένης 19
Σαριπανίδης Κλεάνθης Παναγιώτης 65
Σαριπανίδης Πέτρος Κλεάνθης 31
Σατσής Παναγιώτης Δημήτριος 33
Σερέτης Απόστολος Θεόδωρος 29
Σινώκας Γεώργιος Αθανάσιος 21
Σιρλαντζής Γεώργιος Δημήτριος 32
Σλιάτσης Αναστάσιος Ιωάννης 23
Σλιάτσης Κωνσταντίνος Νικολάος 25
Σλιάτσης Σωτήριος Νικολάος 22
Σταύρου Ευάγγελος Νικολάος 38
Σταύρου Σταύρος Νικολάος 30
Στεργίου Δημήτριος Ιωάννης 16
Τασλής Ζήσης Παναγιώτης 25
Τασλής Χρήστος Παναγιώτης 35
Ταυλαρίδης Αναστάσιος Αθανάσιος 39
Τελωνιάτης Χρήστος
Τζιτζιμπάσης Μάρκος Νικολάος 28
Τσάνταλης ή Κατσαρός Κων/νος Δημήτριος 54
Τσάνταλης ή Κατσαρός Σταύρος Κωνσταντίνος 23
Τσαρακλίδης Ανέστης
ΤσερπιστάληςΘεοχάρης(ή Κοκάρης) Γεώργιος 17
Τσιβελεκίδης Αλέξανδρος Κωνσταντίνος 50
Τσιβελεκίδης Σάββας Γεώργιος 46
Τσιγγίζης Αναστάσιος Νικολάος 32
Τσίπας Χρήστος Αθανάσιος 17
Τσουκαλίδης Σωτήριος Άγγελος 37
Φαμιλωνίδης Στυλιανός Γεώργιος 70
Φιλιππίδης Βασίλειος Γεώργιος 21
Φωτίου Βασίλειος Διαμαντής 21
Φωτίου Κωνσταντίνος Διαμαντής 18
Χαλβατζής Ιωάννης Δημήτριος 37
Χαραλαμπίδης Γεώργιος Θεόδωρος 32
Χατζηβασιλείου Αναστάσιος Διονύσιος 35
Χατζηβασιλείου Άξιος Ιωάννης 28
Χατζηβασιλείου Κωνσταντίνος Ιωάννης 19
Χατζηβασιλείου Κωνσταντίνος Στέφανος 32
Χατζηδημητρίου Γεώργιος Λεωνίδας 33
Χατζηδημητρίου Δημήτριος Λεωνίδας 22
Χατζηδημητρίου Νικόλαος Λεωνίδας 27
Χατζηδημητρίου Τιμόθεος Χρήστος 22
Χατζηδημητρίου Χρήστος Αριστομένης 34
Χατζηελευθερίου Αθανάσιος Συμεών 47
Χατζής ή Χατζόπουλος Ιωάννης 30
Χατζής Λάμπρος Ιωάννης 44
Χατζόπουλος Ιωάννης Πασχάλης 30

Η Σφαγή του Κομμένου (Άρτας) μέσα από τα κείμενα των βιβλίων:
 «Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης» του Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου
 Η σφαγή του Κομμένου  Στέφανος Παππάς
 Χ.Φ. Μάγερ: Η φρίκη του Κομμένου
Mark Mazower: Στην Ελλάδα του Χίτλερ
Η σφαγή του Κομμένου ήταν μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην ιστορία της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στις 12 Αυγούστου 1943, στο χωριό Κομμένο που βρίσκεται στον νομό Άρτας και είναι χτισμένο κοντά στις όχθες του ποταμού Άραχθου.
Τα γεγονότα πριν τη σφαγή
Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, μετέπειτα Γυμνασιάρχη και μάρτυρα κατηγορίας στή Δίκη της Νυρεμβέργης, στις 12 Αυγούστου 1943 ένα γερμανικό τζιπ με δύο στρατιώτες του τάγματος Φιλιππιάδας διενεργούσε περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Κάποια στιγμή το τζίπ ανατράπηκε από λακκούβα στο χωματόδρομο και προσέτρεξαν σε βοήθεια κάτοικοι του χωριού Κομμένου. Οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι «μέσα σε χωράφι είδαν ένα ένοπλο αντάρτη και τρόμαξαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος». Το τζιπ με την βοήθεια των χωρικών επαναφέρθηκε στην κανονική θέση και οι στρατιώτες ελαφρά τραυματισμένοι επέστρεψαν στη Φιλιππιάδα όπου έδωσαν αναφορά. Ο επικεφαλής ταγματάρχης Falner της μονάδας Φιλιππιάδας Πρέβεζας επικοινώνησε με το Στρατηγείο στα Ιωάννινα (στρατηγός Hubert Lanz) και έλαβε την εντολή «να εξαφανίσει το χωριό από το χάρτη» σύμφωνα με εντολές του Αδόλφου Χίτλερ. Κατά πληροφορίες, ο Falner αργότερα συνελήφθη από παρτιζάνους του Τίτο στη Σερβία και εκτελέστηκε. Την εντολή της σφαγής εκτέλεσε η μονάδα της Φιλιππιάδας με επικεφαλής τον υπολοχαγό Koviack. (Στέφανος Παππάς: "Η Σφαγή του Κομμένου", Αθήνα 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος: "Η Ιστορία του Νομού Πρέβεζας", έκδοση 2009).
Όμως, υπάρχει και δεύτερη άποψη O συγγραφέας Χέρμαν Φρανκ Μάγιερ (τέκνο Ναζιστή αξιωματικού πού εκτελέστηκε από Έλληνες αντάρτες), το έτος 2008 ισχυρίζεται ότι το βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα Στέφανου Παππά έχει κάποιες ανακρίβειες. Κατά τον Μάγερ, «ο Hubert Lanz δεν είναι ο εντολέας της «ισοπέδωσης» του Κομμένου, διότι αφίχθη στην Ήπειρο στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 ενώ η σφαγή έγινε στις 16 Αυγούστου 1943».
Σύμφωνα με μιά άλλη άποψη, στις 12 Αυγούστου 1943 μια μικρή ομάδα ανταρτών μπήκε στο χωριό Κομμένο με σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων. Στη διάρκεια της παραμονή τους, μια αναγνωριστική ομάδα από δύο γερμανούς μοτοσυκλετιστές μπήκε τυχαία στο χωριό και μόλις είδαν τους αντάρτες έφυγαν χωρίς να εμπλακούν μαζί τους. Οι κάτοικοι που αντιλήφθηκαν το γεγονός το ίδιο βράδυ διανυκτέρευσαν στην ύπαιθρο φοβούμενοι αντίποινα. Αντιπροσωπεία των κατοίκων την άλλη μέρα πήγε στον Ιταλό διοικητή της Άρτας με σκοπό να εξηγήσουν τα γεγονότα και να ζητήσουν την κατανόηση του για το συμβάν. Εκείνος τους καθησύχασε και τους διαβεβαίωσε οτι δεν υπήρχε κίνδυνος. Διαφορετική όμως ήταν η άποψη της Γερμανικής διοίκησης της 1ης Ορεινής Μεραρχίας που έδρευε στα Γιάννενα. Καθώς οι προσπάθειες των κατακτητών να πλήξουν το αντάρτικο είχαν ισχνά αποτελέσματα, οι Γερμανοί αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν παραδειγματική επιχείρηση αντιποίνων.
Η σφαγή
Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, η μηχανοκίνητη μονάδα ναζιστικών στρατευμάτων από τη Φιλιππιάδα, με την εντολή της Διοίκησης Ιωαννίνων, εισέβαλε στο χωριό Κομμένο της Άρτας τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, με το πρόσχημα των αντιποίνων για την ύπαρξη ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στην περιοχή. Το χωριό κοιμόταν ήσυχο μετά από γαμήλια γιορτή πού είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Στο χωριό υπήρχαν και ορισμένοι φιλοξενούμενοι από την Πρέβεζα. Την εποχή εκείνη πρακτικά το Κομμένο ανήκε στο Νομό Πρέβεζας με θαλάσσια επικοινωνία. Τα ναζιστικά στρατεύματα προέβησαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του άμαχου πληθυσμού. Έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν. Λίγοι ξέφυγαν με βάρκες στον Αμβρακικό Κόλπο. Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα. Συνολικά οι νεκροί της σφαγής ήταν 317 άτομα. Διασώθηκαν 440 άτομα. Η σφαγή του Κομμένου Άρτας είναι ισοδύναμη με αυτή των Καλαβρύτων και του Διστόμου. Ο αείμνηστος Στέφανος Παππάς, μετέπειτα γυμνασιάρχης, από το Κομμένο, νεαρός τότε επέζησε της σφαγής και έγραψε βιβλίο με πλήρη περιγραφή των γεγονότων. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του είναι το εξής: «Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Αλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα. Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παππάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης…». (Στέφανος Παππάς, 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος, 2009).
Σύμφωνα με μιά δεύτερη παραλλαγή των γεγονότων, το έργο της σφαγής ανατέθηκε στο 98ο Σύνταγμα του συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ. Το ξημέρωμα της 16ης Αυγούστου 100 άνδρες του 12ου λόχου με επικεφαλής των υπολοχαγό Ρέζερ οπλισμένοι με όλμους, πολυβόλα, χειροβομβίδες και αυτόματα όπλα περικύκλωσαν το χωριό. Η τελευταία εντολή που πήραν από τον Ρέζερ, σύμφωνα με μαρτυρία ενός από τους στρατιώτες, ήταν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Οι άντρες της Βέρμαχτ εκτέλεσαν κατά γράμμα την εντολή. Οι στρατιώτες σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Έμπαιναν στα σπίτια των αιφνιδιασμένων χωρικών και ξεκλήριζαν ολόκληρες οικογένειες. Χαρακτηριστικό είναι οτι 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέχρις ενός. Επί 9 ώρες οι Γερμανοί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν οτι υπήρχε στο διάβα τους. Όταν αποχώρησαν είχαν αφήσει πίσω τους 317 νεκρούς μεταξύ των οποίων 97 νήπια και παιδιά μέχρι 15 χρονών και 119 γυναίκες. H σφαγή έγινε μια μέρα μετά το πανηγύρι του χωριού για τη γιορτή της Παναγίας.
Ο επικεφαλής των δολοφόνων ταγματάρχης Falner εκτελέστηκε αργότερα στη Σερβία από παρτιζάνους αντάρτες του στρατάρχη Τίτο. Για τον υπολοχαγό Koviack δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο επικεφαλής Μέραρχος των Ναζί στα Ιωάννινα Ηubert Lanz, παραπέμφθηκε και δικάσθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης ως εγκληματίας πολέμου, αλλά η ποινή του ήταν ασήμαντη (περίπου 6 μήνες φυλάκιση) και γρήγορα αποφυλακίσθηκε. Ο Hubert Lanz τη δεκαετία του 1970 έλαβε μέρος σε τηλεοπτική συζήτηση με τον γνωστό από τη δράση του στην κατεχόμενη Ελλάδα Βρετανό στρατιωτικό Κρις Γούντχάουζ στην τηλεόραση της Κολωνίας (Köln) σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. Πολιτική αγωγή και μάρτυρας κατηγορίας στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ήταν ο Στέφανος Παππάς, με δικηγόρο τον καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωάννη Σιόντη, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Κράτους. (Στέφανος Παππάς, 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος, 2009).
Η «επίσκεψη Ζάλμινγκερ» Χωμένο στην άκρη του Αμβρακικού και κρυμμένο στις εκβολές του ποταμού Αράχθου, πνιγμένο στα νερά, τα έλη και την πυκνή βλάστηση τότε, το Κομμένο δεν ανέπτυξε κάποια αξιόλογη αντιστασιακή δράση, αλλά συμμετείχε απλά στον αγώνα εξασφαλίζοντας τρόφιμα για τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών, που η έδρα τους βρισκόταν στις ορεινές περιοχές. «Οι κάτοικοι το Κομμένου», αναφέρει στην αγόρευσή του ο Στέφανος Παππάς κατά τη δίκη της Νυρεμβέργης, «ήταν φιλήσυχοι αγρότες, εκτός ελαχίστων μεταξύ των οποίων και εγώ, που είχαμε καταταγή αντάρτες στο βουνό διακείμενοι φιλικά στην οργάνωση των εθνικών ομάδων Ζέρβα. Όλοι οι άλλοι κάτοικοι ήταν αμέτοχοι σε οργανώσεις και εργάζονταν καλλιεργώντας και σκάβοντας τη γη». (Στέφανου Παππά «Η σφαγή του Κομμένου, Αθήνα 1976, σελ.132) Τον Αύγουστο, ωστόσο, του 1943 σημειώνεται μια περίεργη κινητικότητα, καθώς ένα τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ. έρχεται στο Κομμένο και ζητά απ’ τις αρχές να μεριμνήσουν για την τροφοδοσία του με μεγάλες ποσότητες αγαθών. Λίγες μέρες νωρίτερα προηγήθηκε η τροφοδοσία των ανταρτών του Ε.Δ.Ε.Σ., οι οποίοι αποζημίωναν τους κατοίκους με τα ανάλογα χρηματικά ποσά. Οι αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του Ε.Λ.Α.Σ., υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι δε διαθέτουν τόσο μεγάλες ποσότητες αγαθών, καθώς παράλληλα τροφοδοτούσαν και τις δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ.. Μπροστά στην επιμονή των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., οι υπεύθυνοι του Ε.Δ.Ε.Σ. ζήτησαν υποστήριξη και ενίσχυση από τις δικές τους δυνάμεις, οι οποίες δεν καθυστέρησαν να εμφανιστούν στο χωριό και να απαιτούν από τους άλλους να αποχωρήσουν χωρίς τα τρόφιμα που είχαν παραγγείλει. Οι συζητήσεις και οι διενέξεις δεν έφερναν αποτέλεσμα, ενώ οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα για το Κομμένο. Στις 12 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα γερμανικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο ίδιος ο διοικητής του 98ου Συντάγματος της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, έφτασε στο Κομμένο, προφανώς για να ερευνήσει αν πράγματι στο χωριό δρούσαν ομάδες ανταρτών, όπως υποδείκνυαν οι πληροφορίες που οι γερμανικές υπηρεσίες είχαν συλλέξει. Η «επίσκεψη» Ζάλμινγκερ στο Κομμένο αποτελούσε μέρος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του 98ου Συντάγματος στην περιοχή της Ηπείρου, με σκοπό την εξόντωση των ανταρτών και το κάψιμο των χωριών εκείνων για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι τους τροφοδοτούν και τους ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο. Το Κομμένο θα ήταν η συνέχεια της εκδικητικής μανίας και των αντιποίνων που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν οι Γερμανοί σε βάρος αμάχων και είχαν ήδη μετατρέψει σε ερείπια δεκάδες χωριά της Ηπείρου. Ακριβώς τη μέρα και την ώρα εκείνη στην πλατεία του χωριού οι αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ε.Λ.Α.Σ. είχαν στήσει τα όπλα τους και κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα. Όταν ο Γερμανός Διοικητής βρέθηκε μπροστά στην εικόνα αυτή, διέταξε τον οδηγό του και έκανε αμέσως στροφή αφήνοντας πίσω τους το χωριό, με την απόλυτη πλέον βεβαιότητα πως οι πληροφορίες του ήταν βάσιμες και δε χωρούσαν την παραμικρή αμφιβολία. Μερικές γυναίκες, μάλιστα, έσπευσαν από φόβο να μαζέψουν και να κρύψουν τα όπλα, αλλά φαίνεται πως η κίνησή τους αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς. Από τη στιγμή εκείνη που φεύγουν οι Γερμανοί, αρχίζει για τους κατοίκους του Κομμένου ο τρομερός εφιάλτης. Έντρομοι οι κάτοικοι κουβάλησαν τ’ αγαθά τους και τα ’κρυψαν στα χωράφια τους, στα οποία διανυκτέρευαν και οι ίδιοι, ενώ μια επιτροπή, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Κοινότητας Λάμπρο Ζορμπά, μετέβη την επόμενη κιόλας μέρα στην Άρτα και ζήτησε από τις Ιταλικές αρχές και τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές ελληνικές αρχές της πόλης Άρτας να πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του χωριού. Οι αρχές, μάλλον με κάποια αδιαφορία, ίσως διαβεβαίωσαν την επιτροπή πως το χωριό δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, γιατί οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοι του Κομμένου. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και η ίδια η επιτροπή να μην είδε με τη δέουσα σοβαρότητα το γεγονός και να μην έδωσε την πρέπουσα σημασία στην τακτική των αντιποίνων που εφάρμοζαν οι Γερμανοί. Έτσι στις 15 Αυγούστου, ημέρα που κοιμήθηκε η Παναγία Θεοτόκος, γιόρταζαν όπως είχαν συνήθεια το πανηγύρι τους. Και ο Θόδωρος Μάλλιος τέλεσε το γάμο της κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από το χωριό Παχυκάλαμος.
Η εξόντωση Τα χαράματα, ωστόσο, της 16ης Αυγούστου 120 άντρες του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Άρτας, επιβιβάζονται πάνοπλοι στα φορτηγά και σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή του 12ου λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών. Ήδη όμως από την Πέμπτη 12 Αυγούστου ο Διοικητής του 98ου Συντάγματος συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ σημείωνε στην αναφορά του σχετικά με την επίσκεψή του στο Κομμένο: «Προσωπική αναγνωριστική επιχείρηση διαπίστωσε ότι το Κομμένο (12 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της Άρτας) βρίσκεται στα χέρια συμμοριτών, 25 – 30 άντρες με στολές ερήμου. Προς το παρόν δεν έχουν σχεδιαστεί αντίποινα» (Χ. Φ. Μάγερ, 59) και το Σάββατο 14 Αυγούστου έλαβε διαταγή «να προετοιμάσει αιφνιδιαστική επιχείρηση κατά της διαπιστωμένης συμμορίας στο Κομμένο». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 60) Την Κυριακή 15 Αυγούστου συγκέντρωσε τη μονάδα του, για να της ανακοινώσει πως Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Κομμένο και όφειλαν, γι’ αυτό, να δράσουν αμέσως με σκληρά αντίποινα εναντίον των ανταρτών και ξεκλήρισμα του χωριού που είχαν το λημέρι τους. Οι στρατιώτες δε δέχτηκαν με ιδιαίτερη προθυμία τη διαταγή να συμμετάσχουν εθελοντικά στην επιχείρηση. «Τουλάχιστον δώδεκα–δεκαπέντε άντρες είχαν προσφερθεί εθελοντικά για την επιχείρηση». (Mark Mazower, 226) Έτσι η διαταγή άλλαξε και η επιχείρηση ανατέθηκε στο 12ο λόχο του 98ου Συντάγματος. Διοικητής του 12ου λόχου ήταν ο υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ, φανατικός ναζί και αποκαλούμενος Νέρων από κάποιους στρατιώτες. Οι στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση ήταν στο σύνολό τους κληρωτοί. Οι άντρες του 12ου λόχου του 98ου Συντάγματος Πεζικού συγκεντρώθηκαν στις 5.00 το πρωί πάνοπλοι με οβιδοβόλα, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες και καραμπίνες, και επιβιβάστηκαν στα στρατιωτικά αυτοκίνητα, για να διανύσουν μια διαδρομή μιάμισης περίπου ώρας από την κοιλάδα του ποταμού Λούρου ως το Κομμένο Αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και τη ρητή διαταγή «κανείς δεν πρέπει να επιζήσει, όλοι στο χωριό πρέπει να εκτελεστούν» (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 67), περικύκλωσαν το χωριό από τρεις πλευρές, αφήνοντας αφύλαχτη τη δυτική πλευρά όπου κυλούσε ο Άραχθος ποταμός, ο οποίος, κατά τη γνώμη του Ρέζερ, αποτελούσε φυσικό εμπόδιο διαφυγής. Όλα οργανώθηκαν με κανονικό σχέδιο μάχης, καθώς για τους Γερμανούς το χωριό ήταν κέντρο ανταρτών, οι οποίοι την ώρα εκείνη βρίσκονταν στον ύπνο μαζί με τους άλλους κατοίκους. Γι’ αυτό και δεν πείραξαν κανέναν και τίποτε πριν δοθεί το σύνθημα της μάχης. «Είδαμε τους Γερμανούς, μια μικρή ομάδα, την ώρα που βγαίναμε απ’ το χωριό», αφηγείται η Ιφιγένεια Παππά – Κοντογιάννη, κορίτσι 18 χρονών τότε. «Είχαμε ακούσει τα αυτοκίνητα που έρχονταν, αλλά δεν ξέραμε ούτε τι κουβαλούσαν ούτε τι έρχονταν να κάνουν. Μας σήκωσε ο πατέρας μου και μας έδιωξε απ’ το σπίτι, φοβόταν ο άνθρωπος μη μας κάνουν κακό. Φύγετε, να περάσετε το ποτάμι και να πάτε να κρυφτείτε στα χωράφια, μας είπε. Σηκωθήκαμε. Μόλις είχε σκάσει ο ήλιος. Στο χωριό ακούγονταν αμάξια, θόρυβος, φασαρία. Φτάσαμε στα τελευταία σπίτια. Σχεδόν πέσαμε απάνω τους. Δε μας πείραξαν. Κρατούσαν όπλα στα χέρια τους και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Νιώσαμε το κορμί μας να τρέμει. Εκείνοι, κάτι όμορφα παιδιά, μας κοίταξαν και κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους χαμογελώντας. Ήταν παιδιά. Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε στα εκατό μέτρα κι άρχισε το μακελειό». Θα πρέπει να ήταν 6.30 το πρωί όταν δόθηκε το σύνθημα της «επίθεσης εναντίον των ανταρτών» με δυο φωτοβολίδες που ρίχτηκαν στον αέρα. Οι μονάδες εφόδου άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Στόχος τους η εξαφάνιση από γης ολόκληρου του χωριού, χωρίς κανένα έλεος. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Οι στρατιώτες, κρατώντας μια χειροβομβίδα στα χέρια τους, έσπρωχναν βίαια τις πόρτες των σπιτιών και, ρίχνοντάς την μέσα, τα έκαναν κάρβουνο. Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους για να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα έγιναν κομμάτια ή διαλύθηκαν εντελώς και δε βρέθηκαν ποτέ. Η διαταγή του υπολοχαγού Ρέζερ και των ανωτέρων του ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό, να μη μείνει τίποτε όρθιο σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών. Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Οι δρόμοι, οι αυλές, τα καμένα σπίτια, τα χαντάκια, οι κήποι, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να θάψει τους νεκρούς του. Το Κομμένο σβήνει και χάνεται τυλιγμένο στις φλόγες και βουβό κάτω απ’ τους καπνούς και τις στάχτες που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι άντρες του 12ου λόχου. Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με σαράντα άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, δεκατριών και δέκα χρόνων, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη. Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, δεκαεφτά άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο. Σώθηκαν περνώντας στην άλλη όχθη του Αράχθου ή κρυμμένοι στους θάμνους, στα καλαμπόκια και στα λαγκάδια τριακόσιοι πενήντα (350) περίπου. Κι έκαναν μερικοί μέρες πολλές να γυρίσουν στα σπίτια τους και τους νεκρούς να μετρήσουν. Γιατί φώλιασε στην ψυχή τους ο φόβος μήπως ξανάρθουν οι Γερμανοί, για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Όταν πια δε γινόταν αλλιώς, βρήκαν τη δύναμη και το πήραν απόφαση. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Τρία χρόνια έζησαν με τους τάφους των αγαπημένων προσώπων τους στις αυλές τους. Ύστερα μάζεψαν ό,τι είχε απομείνει από αυτούς και το μετέφεραν στο κοιμητήριο του χωριού. Εκείνοι που σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.
Η μάχη τελειώνει Όταν το μεσημέρι χτύπησε η καμπάνα για να δώσει το μήνυμα στους Γερμανούς στρατιώτες ότι η μάχη τελείωσε, ελάχιστοι από αυτούς μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έγινε. Αλλά ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί και με τους κατοίκους του Κομμένου που κατόρθωσαν να σωθούν και να επιζήσουν. Το τοπίο έμοιαζε απερίγραπτο και απίστευτο. Κάποιοι από αυτούς που άκουσαν το θόρυβο των αυτοκινήτων, σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία για να δουν ποιοι ήταν αυτοί που ήρθαν και τι ήθελαν. Άλλοι, αντί να φύγουν για να σωθούν, βγήκαν στους δρόμους για να δουν τι συμβαίνει, ακόμη κι όταν άρχισε η «μάχη» και το χωριό μεταβαλλόταν σε κόλαση. Κι άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, είχαν την πλάνη στο νου τους, ίσως γιατί έτσι μπορεί να διαδόθηκε την προηγούμενη μέρα, πως οι Γερμανοί θα κάψουν τα σπίτια που θα βρουν άδεια και δε θα πειράξουν τα σπίτια που θα βρουν μέσα ανθρώπους.
Ο Νάσος Βλαχοπάνος έμεινε στο σπίτι για να παρακαλέσει τους Γερμανούς να μην το κάψουν, γιατί είχε μέσα φυλαγμένα τα προικιά της κόρης του Γιαννούλας, την οποία θα πάντρευε ύστερα από λίγες μέρες. Δεκατρείς σφαίρες τρύπησαν το κορμί του και η φωτιά έκαψε και το σπίτι και τα προικιά. Ο Βασίλης Σκουραβέλης έμεινε με ολόκληρη την οικογένειά του μέσα στο σπίτι, για να μην το βρουν άδειο οι Γερμανοί και το κάψουν. Μαζί με το σπίτι έκαψαν και ολόκληρη την οικογένεια του Βασίλη Σκουραβέλη, εννιά άτομα. Είναι αλήθεια πως οι Γερμανοί στρατιώτες πίστευαν πως λάβαιναν μέρος σε μια μάχη με τους αντάρτες. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και δε συναντούσαν πουθενά αντίσταση, όπλα, πυρομαχικά και αντάρτες, κάποιοι από αυτούς άρχισαν να αμφιβάλλουν για τη σκοπιμότητα της επιχείρησης και να περιορίζουν την πολεμική τους δράση, αποφεύγοντας να σκοτώνουν άμαχους και αθώα γυναικόπαιδα, με κίνδυνο μάλιστα να τιμωρηθούν με στρατοδικείο για άρνηση εκτέλεσης διαταγών. Για έξι ώρες οι Γερμανοί πολεμούσαν με φαντάσματα ανταρτών και σκότωναν ανελέητα ανυπεράσπιστους αμάχους. Όταν δόθηκε το σύνθημα της αναχώρησης του 12ου λόχου απ’ το Κομμένο, ο νεαρός διοικητής του, υπολοχαγός Ρέζερ, θα πρέπει να αισθανόταν πολύ ευχαριστημένος γιατί η επιχείρηση στέφτηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς δεν υπήρξε ούτε μία απώλεια από τις δυνάμεις του, ενώ οι «εχθροί» κατατροπώθηκαν και άφησαν στο πεδίο της «μάχης» εκατοντάδες θύματα και το χωριό τυλιγμένο στις φλόγες. Αρκετοί, ωστόσο, από τους στρατιώτες του θα πρέπει να έφευγαν βαθιά μελαγχολικοί και συλλογισμένοι, γιατί τους εξαπάτησαν και τους υποχρέωσαν να σκοτώνουν αθώους. Ο στρατιώτης Άλμπερτ Ζένγκερ θυμάται πως μετά την επιχείρηση κάθισαν κάτω από τις πορτοκαλιές για να προφυλαχτούν από την αφόρητη ζέστη του Αυγούστου. «Μετά από τη φασαρία των όπλων κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν στενοχωρημένοι και σχεδόν κανείς δεν ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση. Ως αυτό το γεγονός δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ανάμεσά μας υπήρχαν και σαδιστές που συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα μα τα μάτια μου στρατιώτες οι οποίοι γελούσαν κι έκαναν αστεία εις βάρος των πτωμάτων. Οι περισσότεροι όμως βρίσκονταν σε μια κατάσταση σοκ και ήταν βαθιά θλιμμένοι. Όλοι είχαν ήδη τύψεις συνείδησης με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι εκτελούσαμε απλώς διαταγές ανωτέρων. Η οποιαδήποτε ανυπακοή απέναντι σε επίσημες διαταγές τιμωρούνταν σκληρά». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 81) Οι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειπαν το Κομμένο μέσα σε μια κόλαση φωτιάς και σε έναν τρομερό εφιάλτη, που κάποιοι από αυτούς μπορεί να τον κουβαλούσαν μαζί τους και να τον έφερναν με πολύ τρόμο στο νου τους, όταν ο πόλεμος τέλειωσε και η ζωή ξαναμπήκε στον κανονικό της δρόμο. Για πολλά χρόνια. Νικητές; Σε τι είδους μάχη; Ηττημένοι; Ίσως.
Οι Γερμανοί φεύγουν Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι πως οι γερμανικές υπηρεσίες, στα επίσημα έγγραφά τους, έκαναν λόγο για ληστές και αντάρτες στο Κομμένο και προετοίμασαν τους στρατιώτες για μια μεγάλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Και το τραγικό πως εδώ μέσα δε βρήκαν την παραμικρή αντίσταση, δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον τους, παρά μόνο ακούγονταν τα βογκητά, οι λυγμοί και οι θρήνοι των έντρομων άμαχων κατοίκων του χωριού από τους δικούς τους μονάχα πυροβολισμούς και το δικό τους θανατικό. Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 95 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 126 γυναίκες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε στο ελάχιστο τους γραφειοκράτες της γερμανικής πολεμικής μηχανής να αναφέρουν την ίδια ημέρα του ολοκαυτώματος με υπερβολική δόση ανανδρίας και ανεντιμότητας, διαστρεβλώνοντας βάναυσα την αλήθεια, πως στο Κομμένο έγινε μάχη με τους αντάρτες: «Σήμερα το πρωί, κατά την περικύκλωση του Κομμένου που έγινε από τρεις πλευρές, ο 12ος Λόχος δέχτηκε πολύ πυκνά πυρά απ’ όλα τα σπίτια. Τότε ο Λόχος άνοιξε πυρ με όλα του τα όπλα, επέδραμε στον οικισμό και τον πυρπόλησε. Φαίνεται πως κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης μερικοί από τους ληστές κατάφεραν να ξεφύγουν προς τα νοτιοανατολικά. Υπολογίζεται ότι σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν 150 άμαχοι. Τα σπίτια δέχτηκαν έφοδο με χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να πάρουν φωτιά. Όλα τα βοοειδή και το μαλλί έγιναν λάφυρα. Θα ακολουθήσει χωριστή αναφορά λαφύρων. Κατά την πυρπόληση των σπιτιών μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών εξερράγησαν και κρυμμένα όπλα είναι επίσης πιθανόν να κάηκαν μαζί τους». (Mark Mazower, σελ. 223 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 83) Μπορεί στη συνείδηση πολλών Γερμανών στρατιωτών να έμεινε χαραγμένη η εικόνα του πλιάτσικου, «με την πρόφαση ότι πρόκειται για αντίποινα ύστερα από την επίθεση κατά κάποιου στρατηγού», οι Γερμανικές, ωστόσο, αρχές δε δυσκολεύτηκαν στα επίσημα έγγραφά τους να κάνουν λόγο για ληστές, συμμορίτες, αποβράσματα και να χρησιμοποιήσουν ανακρίβειες που μπορούσαν να εμφανίσουν τα εγκλήματά τους εναντίον ανυπεράσπιστων και αμάχων ως πραγματική μάχη με τον εχθρό που τους επιτέθηκε. Έτσι την επόμενη ημέρα νέα αναφορά σημειώνει, μετατρέποντας τους 150 άμαχους σε 150 νεκρούς από την πλευρά του εχθρού: «Αποτέλεσμα εκκαθαριστικής επιχείρησης στο Κομμένο: 150 νεκροί από την πλευρά του εχθρού, μερικά βοοειδή, όπλα ιταλικής προέλευσης. Η φωτιά στο χωριό ανατίναξε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Το αποτέλεσμα της επιχείρησης επιβεβαίωσε την υποψία και την αναφορά της μεραρχίας ότι η ανατολική πλευρά του κόλπου της Άρτας αποτελεί κέντρο συμμοριτών με ισχυρές ενεργούς ληστοσυμμορίες». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 93, και Mark Mazower, σελ. 224) Ενώ ο τότε υπολοχαγός και μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. Κουρτ Βαλντχάιμ, ο οποίος υπηρετούσε στο γραφείο συντονισμού του γερμανικού γενικού επιτελείου στην Αθήνα, σημείωνε στις 17 Αυγούστου στο Ημερολόγιο Πολέμου της μονάδας του: «17 Αυγούστου: Αυξανόμενη αεροπορική δραστηριότητα του εχθρού με επιδρομές εναντίον της δυτικής ελληνικής ακτής και των Ιόνιων νησιών. Στην περιφέρεια της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, η κωμόπολη του Κομμένου (βόρεια του κόλπου της Άρτας) καταλαμβάνεται ύστερα από έντονη εχθρική αντίσταση. Απώλειες του εχθρού». (Mark Mazower, σελ. 224 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 96) Τόσο απλά, λοιπόν, και τόσο σαθρά. Ένα χωριό παραδομένο στις φλόγες των ναζί και 317 άμαχοι και ανυπεράσπιστοι νεκροί, εκτελεσμένοι στα σπίτια τους, στις αυλές και τους δρόμους, δεν ήταν παρά οι εχθροί που πρόβαλαν έντονη αντίσταση στους πάνοπλους Γερμανούς του 12ου Λόχου! Η Γερμανία διέτρεχε κίνδυνο από τα γυναικόπαιδα, τα μωρά και τους άοπλους του Κομμένου! Μεσημέρι 1.30΄, σημειώνει ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς, οι Γερμανοί φεύγουν. Αφήνουν πίσω τους ένα ολοκαύτωμα, ένα απέραντο νεκροταφείο. Και παίρνουν μαζί τους τα λάφυρα του πολέμου: κοπάδια ζώων μεγάλων και μικρών που συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού, κουβέρτες, σεντόνια, φορέματα, κουστούμια, παπούτσια, γραμμόφωνα, χρήματα, χρυσαφικά. (Στέφανου Παππά, σελ. 29) Η επίσημη έκθεση, ωστόσο, της Βέρμαχτ αναφέρει: «16 κεφάλια βοοειδή, 1 γεμάτο φορτηγό σακιά με μαλλί, 5 ιταλικές καραμπίνες, 1 ιταλικό αυτόματο πιστόλι». (Mark Mazower, σελ. 224)
Ο τραγικός επίλογος Οι σκηνές φρίκης που εκτυλίχτηκαν το πρωινό της ματωμένης εκείνης Δευτέρας στο Κομμένο και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συνείδηση εκείνων που κρύφτηκαν και είδαν με τα μάτια τους όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας, συνθέτουν ένα πένθιμο εμβατήριο, που ηχεί τυραννικά μέσα μας και μας ελέγχει και μας ανακρίνει και ζητά εξηγήσεις με απόγνωση, μα παίρνει απαντήσεις θολές και μισές, που χάνονται μέσα στον άνεμο. Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 80 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού. Απ’ τα χείλη και την ψυχή των λίγων πλέον επιζώντων βγαίνει αβίαστα ένα σύνθημα: «όχι άλλη βία κι όχι άλλη αγριότητα στον πλανήτη». Γιατί το Κομμένο αποθήκευσε κι έκλεισε μέσα στη μικρή του ιστορία όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας που σπέρνουν αλόγιστα η καθαρότητα της φυλής και η αίσθηση της υπεροχής απέναντι στον άοπλο και τον ανίσχυρο να προστατεύσει τον εαυτό του. Γιατί τούτη η ματωμένη σελίδα του, τα δάκρυα κι η ορφάνια, η φυγή κι η απόγνωση των δικών του παιδιών είναι το πρώτο του μάθημα που μας ανεβάζει ψηλά και μας πάει στην ευπρέπεια της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της απέραντης αγάπης. Αν κατορθώσουμε κάποτε να διαβούμε τα στενά σύνορά μας και τολμήσουμε να περάσουμε στην απέναντι όχθη, έτσι που τον πόνο του ανθρώπου να τον κάνουμε πόνο δικό μας, τότε είναι βέβαιο πως η πρώτη μας έγνοια κι η πρώτη μας πράξη θα σταθούν στο Κομμένο και τον άγιο του τόπο θα τον κάνουν πάρκο ανθρωπιάς και μουσείο της ειρήνης και της συναδέλφωσης των ανθρώπων και των λαών. Και μπορεί από τούτα τα πάρκα της φιλίας και της ανθρωπιάς να ξεχυθεί το μεγάλο ποτάμι σε μια παγκόσμια διαδήλωση, που στις πιο ψηλές κορφές των βουνών θα στήσει τα λάβαρα και στο κέντρο της γης θα θέσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του: Να τελειώνουμε τώρα με τους πολέμους. Να τελειώνουμε τώρα με τους αποικιοκράτες και τους ιμπεριαλιστές. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των πυρπολημένων και πλημμυρισμένων στο δάκρυ και στο αίμα χωριών μας. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των φούρνων και των κρεματορίων. Το απαιτεί το Κομμένο με τα 317 θύματά του και τ’ απερίγραπτο ολοκαύτωμά του.
Ο τραγικός απολογισμός και το έγκλημα πολέμου Την οργή των νεκρών να φοβάστε Οδυσσέας Ελύτης
Ότι στο Κομμένο διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ανεξάρτητα από το τι έχει αποφασιστεί στη δίκη της Νυρεμβέργης και τι εκκρεμότητες έχουν απομείνει στα διεθνή δικαστήρια και στα επίσημα εθνικά και διεθνή έγγραφα, στη συνείδηση όλων των ανθρώπων, η σφαγή των αμάχων και η ισοπέδωση του χωριού μόνο ως έγκλημα πολέμου έχει καταγραφεί. Το ολοκαύτωμα του Κομμένου ανήκει στις ελάχιστες εκείνες φρικιαστικές περιπτώσεις όπου άνθρωποι ανυπεράσπιστοι και κατά κύριο λόγο ανυποψίαστοι μετατρέπονται αιφνίδια σε τραγικά θύματα μιας οργανωμένης επίθεσης τακτικού στρατού με στόχο δήθεν την εξόντωση ανταρτών. Στο Κομμένο οι ναζιστικές δυνάμεις δεν έδωσαν μάχη. Δε συγκέντρωσαν τους κατοίκους του για να επιλέξουν θύματα προς εκτέλεση. Δεν εφάρμοσαν τα γνωστά αντίποινα. Τέτοιος λόγος, ασφαλώς, δεν υπήρχε, αφού κανείς Γερμανός αξιωματικός ή στρατιώτης ούτε εκτελέστηκε ούτε τραυματίστηκε ούτε, εν πάση περιπτώσει, αντιμετωπίστηκε με βαναυσότητα από τους κατοίκους του ή από τους αντάρτες που υποτίθεται ότι έδρευαν σ’ αυτό. Ακόμη και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ, που έφτασε σ’ αυτό στις 12 Αυγούστου, διευκολύνθηκε να το εγκαταλείψει ανενόχλητος. «Όχι μόνο δεν πείραξαν τους Γερμανούς οι αντάρτες, αλλά βοηθήσαμε το αυτοκίνητο να βγη από το χαντάκι, που είχε ανατραπή, και να φύγη ανενόχλητο. Κάναμε περισσότερο από ό,τι επέβαλε η εθνική μας τιμή, ενώ μπορούσαμε όλους να τους σκοτώσουμε», αναφέρει ο Στέφανος Παππάς καταθέτοντας στη δίκη της Νυρεμβέργης (Στέφανου Παππά, σελ. 132) Πλήθος στοιχείων και μαρτυριών από τους ίδιους τους Γερμανούς στρατιώτες δεν αφήνουν το ελάχιστο ίχνος σχετικά με το κακούργημα και το έγκλημα πολέμου. «Χωριά στα οποία θα πέφτουν πυροβολισμοί ή θα απαντώνται οπλισμένοι, θα καίγονται και ο ανδρικός πληθυσμός θα εκτελείται» ανέφερε η διαταγή του στρατηγού Βάλτερ φον Στέτνερ, διοικητή της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών. Στο Κομμένο εκτελέστηκαν οι πάντες χωρίς καμιά διάκριση, παρότι δεν έπεσαν πυροβολισμοί ούτε απαντήθηκαν οπλισμένοι αντάρτες. «Στο χωριό δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση, ούτε καν ένας πυροβολισμός, και από τη δική μας πλευρά δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματίας», αναφέρει ο δεκανέας Κουρτ Ντρέερ». Παρά ταύτα εκτελέστηκαν 95 παιδιά ηλικία 4 μηνών έως 15 χρονών, 126 γυναίκες από 16 έως 80 χρονών και 96 άντρες από 16 έως 80 χρονών. «Πρώτα ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και οπλοπολυβόλα από τις πόρτες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η μυρωδιά ήταν αφόρητη», θυμάται ο Γιοχάνες Ραλ. «Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας όταν κάποιοι στρατιώτες έχωναν μπουκάλια μπίρας στα γεννητικά όργανα γυναικείων πτωμάτων. Νομίζω ότι είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια», εκμυστηρεύεται χωρίς να μπορεί να κρύψει την αηδία του ο Άλμπερτ Σένγκερ. «Τα μέλη του 12ου λόχου συνέλαβαν εκείνους που ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους και τους συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία… ήταν μια ομάδα 15 – 20 ανθρώπων, κυρίως γυναίκες. Ανάμεσά τους υπήρχαν όμως και μερικά αγόρια και κορίτσια 12 ή 13 ετών… Ο Τσάντερ έστησε το πολυβόλο σε απόσταση 10 – 15 μέτρων… έριξε μια σειρά ριπές και θέρισε τον κόσμο», περιγράφει ο Όσκαρ Γκούντμαν, ο οποίος σημειώνει πως ο Τσάντερ άνοιξε πυρ στην αυλή του Θεόδωρου Μάλλιου την ώρα του γάμου, κατόπιν διαταγής του ανθυπολοχαγού και απειλής ότι σε περίπτωση ανυπακοής θα συντάξει αναφορά σε βάρος του και θα τον στείλει στο στρατοδικείο. Αλλά κι ο ίδιος ο πυροβολητής δεκανέας Άλμπερτ Τσάντερ ομολογεί χαρακτηριστικά: «Ήμουν πολύ ταραγμένος που θ’ αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα. Τα νεύρα μου ήταν εξαιρετικά τεντωμένα. Πραγματικά δε θυμάμαι πια, είναι σαν να έχω στη μνήμη μου ένα κενό». (Βλ. Χ. Φ. Μάγερ σελ. 76 – 82) Για το ίδιο γεγονός καταθέτει στη δίκη της Νυρεμβέργης ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς: Οι Γερμανοί «έβγαλαν έξω από το σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, που γινόταν ο γάμος, 10 – 15 άτομα που εθέρισαν με το πολυβόλο. Είδα με τα μάτια μου απέναντι από τα θύματα σωρός από κάλυκες. Οι υπόλοιποι, γαμπρός, νύφη, συμπέθεροι και άλλοι εν όλω 32 κάηκαν, έγιναν στάχτη μέσα στο διώροφο σπίτι, που καίονταν μια ολόκληρη ημέρα και νύχτα». (Στέφανου Παππά, σελ. 126) Οι Γερμανοί φρόντισαν, μετά το τέλος της «μάχης» και παρά την αφόρητη ζέστη, να κάνουν μια τελευταία επιθεώρηση στο χωριό και να αποτελειώσουν ό,τι έμεινε στη μέση. «Παντού υπήρχαν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμη την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να μετακινηθούν και βογκούσαν. Δύο ή τρεις κατώτεροι αξιωματικοί έκαναν μια τελευταία περιπολία στο χωριό κι έδωσαν τη χαριστική βολή στους ετοιμοθάνατους», θυμάται ο δεκαεννιάχρονος στρατιώτης Γιόχαν Χάουσμαν. (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 80) Λίγο πριν αναχωρήσει ο στρατός, οι επικεφαλής παρότρυναν τους στρατιώτες να πάρουν μαζί τους ό,τι ήθελαν ως λάφυρο από το χωριό. «Οι στρατιώτες όμως ήταν σε τέτοιο βαθμό εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτε από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά κλεμμένα χαλιά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα», θυμάται ένας άλλος δεκαεννιάχρονος στρατιώτης, ο Χανς Τίσλερ. (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 80) Ενώ ο Ρέζερ «διέταξε μερικούς στρατιώτες να βάλουν φωτιά στα λίγα σπίτια που είχαν μείνει ανέπαφα». (Mark Mazower, σελ. 223) Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς αμέτρητα γεγονότα που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως το ολοκαύτωμα του Κομμένου ήταν ένα έγκλημα πολέμου, σε βαθμό που ο ίδιος ο ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε, που ακολούθησε την εκκαθαριστική επιχείρηση ως διοικητής του τάγματος στο οποίο ανήκε ο 12ος λόχος, χωρίς να λάβει μέρος σ’ αυτή, να επιπλήξει αυστηρά τον υφιστάμενό του υπολοχαγό Βίλι Ρέζερ, όταν κάτωχρος και αηδιασμένος από αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του μέσα στο Κομμένο, βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του: «αυτό, κύριε υπολοχαγέ, δεν έχει καμιά σχέση με τον πόλεμο. Με κάτι τέτοια δε θέλω να έρθω σε επαφή». (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 90 και Mark Mazower, σελ. 226) Τα στοιχεία της καταστροφής είναι συνταρακτικά. Εξοντώθηκαν και αφανίστηκαν 20 ολόκληρες οικογένειες. Δολοφονήθηκαν μαζικά και αποτρόπαια 71 παιδιά ηλικίας κάτω των δέκα ετών. Μέσα στα ίδια τους τα σπίτια κάηκαν ζωντανοί γονείς μαζί με τα παιδιά τους. Ούτε ένα τουφέκι δε στράφηκε εναντίον των γερμανών. Οι απώλειες του Κομμένου 317 νεκροί. Σπίτια καμένα, αγαθά λεηλατημένα, κτίρια πυρπολημένα. Οι απώλειες των επιδρομέων ένα μεγάλο, ένα τεράστιο και απερίγραπτο μηδέν, που στρέφεται, εντέλει, εναντίον τους και τους εξευτελίζει. Στο Κομμένο, στις 16 Αυγούστου 1943, γράφτηκε μια από τις πιο τραγικές σελίδες, από εκείνες που αδυνατεί να τις αντέξει ο νους του ανθρώπου και αρνείται να τη συγχωρήσει η παγκόσμια ιστορία. Η μαζική εκτέλεση και ο αφανισμός ολόκληρων οικογενειών συνιστά μια γενοκτονία, με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αρχαίες τραγωδίες. Ο Θεόδωρος Αντωνίου εκτελέστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, ηλικίας 4, 3 και 2 ετών. Ο Χρήστου Αποστόλου σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του, τη μητέρα του και τα δύο παιδιά του, ηλικίας 11 και 3 ετών. Ο Αθανάσιος Διαμαντής εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του, ηλικίας 30, 10, 16, 8 και 5 ετών. Ο Κων/νος Κριτσιμάς σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του, ηλικίας 8, 6, 3 και 1 έτους. Η Αικατερίνη Μαράγγου εκτελέστηκε μαζί με το παιδί της, ηλικίας 40 ετών, και τα πέντε εγγόνια της, ηλικίας 14, 11, 8, 6 και 4 ετών. Ο Θεόδωρος Μάλλιος σφαγιάστηκε στο γάμο της κόρης του, μαζί με τη γυναίκα του, τα εφτά από τα εννιά παιδιά του, ηλικίας 25, 24, 22, 21, 16, 11, και 6 ετών, και τη νύφη του, ηλικίας 24 ετών. Στο ματωμένο γάμο δολοφονήθηκαν η νύφη Αλεξάνδρα και ο γαμπρός Θεοχάρης. Από το γένος Κοντογιάννη εκτελέστηκαν 29 άτομα, από το γένος Κριτσιμά 24, από το γένος Κολιοκώτση 16, από το γένος Διαμαντή 15, από το γένος Αντωνίου 13. Από τους ξένους που εκείνη την ημέρα βρέθηκαν στο Κομμένο λόγω του πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου και του γάμου εκτελέστηκαν περίπου 35 άτομα. Εκτελέστηκαν επίσης 3 Ισραηλίτες, οι οποίοι έμεναν στο Κομμένο.

Το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη
Η Σφαγή του Χορτιάτη ήταν η δολοφονία 146 κατοίκων του χωριού Χορτιάτης, που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 από άτακτα τμήματα της Βέρμαχτ και Ελλήνων ναζιστών.
Το πρωί του Σαββάτου 2 Σεπτεμβρίου του 1944 μια διμοιρία του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στον λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλωριάς) κατέβηκε από το βουνό Χορτιάτης και, έξω από το ομώνυμο χωριό, έστησε ενέδρα σε αυτοκίνητο του οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης που πήγαινε στο βυζαντινό υδραγωγείο για την απολύμανση της δεξαμενής από την οποία υδροδοτούνταν η Θεσσαλονίκη. Όταν το αυτοκίνητο πλησίασε στην τοποθεσία Καμάρα, δέχθηκε τα πυρά των ανταρτών με αποτέλεσμα να τραυματιστούν ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας εργοδηγός που επέβαινε σε αυτό, που και οι δύο ήταν Έλληνες. Ο εργοδηγός εξέπνευσε λίγο αργότερα, αφού μεταφέρθηκε στο χωριό από τους αντάρτες.
Μετά από περίπου μισή ώρα ένα δεύτερο αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν τρεις Γερμανοί, ένας Έλληνας εργοδηγός και ένας Έλληνας υπάλληλος του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, πλησιάζοντας στην ίδια περιοχή, δέχθηκε και αυτό επίθεση από τους αντάρτες. Στη συμπλοκή που ακολούθησε δύο Γερμανοί τραυματίστηκαν. Τελικά οι δύο Έλληνες και ο ένας από τους τραυματίες Γερμανούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους αντάρτες, ενώ οι άλλοι δύο Γερμανοί κατάφεραν να διαφύγουν και να επιστρέψουν στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.
Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι του χωριού Χορτιάτης ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν τότε στο χωριό παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους). Έπειτα οι αντάρτες έφυγαν προς το Λιβάδι και την Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους.


Η σφαγή
Λίγο αργότερα,έφτασαν στο Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Φριτς Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert) και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν τους κατοίκους που βρήκαν στην κεντρική πλατεία και στο καφενείο του χωριού, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια. Στη συνέχεια οδήγησαν τους συγκεντρωμένους στην πλατεία κατοίκους στο σπίτι του Ευάγγελου Ντινούδη και τους έκαψαν ζωντανούς. Τους συγκεντρωμένους στο καφενείο τους οδήγησαν, με τη συνοδεία ενός χαρούμενου σκοπού που έπαιζε στο βιολί ένας άντρας του Σούμπερτ και τους έκλεισαν στο φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Εκεί οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι της πόρτας. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί από τις ριπές του πολυβόλου.
Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το κτίριο που καιγόταν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν έξω. Μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να γλυτώσουν από το φούρνο του Γκουραμάνη. Εκτός από τους κατοίκους που δολοφονήθηκαν στα δύο προαναφερθέντα σημεία του χωριού, άλλοι δολοφονήθηκαν έξω από τα σπίτια τους και έντεκα καταδιώχθηκαν και εκτελέστηκαν έξω από το χωριό ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν. Επίσης γυναίκες κάτοικοι του Χορτιάτη έπεσαν θύματα βιασμού πριν δολοφονηθούν από τους άντρες του Σούμπερτ. Συνολικά σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα 146 κάτοικοι του Χορτιάτη, ανάμεσα τους 109 γυναίκες και κορίτσια και κάηκαν περίπου 300 σπίτια.
Εξ αιτίας του φόβου ότι οι Γερμανοί θα επέστρεφαν αλλά και της δυσοσμίας από τα καμένα πτώματα που είχαν μείνει άταφα, οι κάτοικοι που κατάφεραν να σωθούν επέστρεψαν αρκετές μέρες αργότερα στο χωριό. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι άντρες του Σούμπερτ επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν την λεηλασία των σπιτιών που είχαν ξεκινήσει δυο μέρες πριν. Εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού έμαθαν για τη σφαγή του Χορτιάτη στις 5 Σεπτεμβρίου και κατάφεραν να εξασφαλίσουν άδεια για να μπουν στο χωριό μόλις στις 7 Σεπτεμβρίου.
Μετά τον πόλεμο
Ο Φριτς Σούμπερτ μετά τον πόλεμο δικάστηκε και εκτελέστηκε στην Αθήνα. Το 1960 στήθηκε μνημείο για την σφαγή στο κέντρο του χωριού Χορτιάτης και το 1998 ονομάστηκε «μαρτυρικό» με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα
Οι πρωταγωνιστές από την πλευρά του ΕΛΑΣ, Βάιος Ρικούδης και Αντώνιος Καζάκος προσπάθησαν μεταπολεμικά να δικαιολογήσουν τη σκοπιμότητα της ενέδρας. Ο Ρικούδης υποστήριξε ότι η ενέδρα και επίθεση αποσκοπούσε να προστατευθούν οι περιουσίες των κατοίκων καθώς είχαν πληροφορίες ότι οι Γερμανοί θα πήγαιναν να αρπάξουν όλα τους τα ζώα. Επίσης υποστήριξε ότι όταν έφθασαν οι άντρες του Σούμπερτ στο χωριό η ομάδα του τους χτύπησε για να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους κατοίκους ώστε να προλάβουν να απομακρυνθούν. Τέλος ανέφερε ότι φεύγοντας πήραν μαζί τους τους περισσότερους από τους κατοίκους και ότι λίγοι έμειναν πίσω πιστεύοντας ότι δε θα τους πειράξουν οι Γερμανοί. Τα ίδια υποστήριξε και ο Καζάκος και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν είπε στους κατοίκους να μη φύγουν. Πάντως σύμφωνα με την εφημερίδα Νέα Αλήθεια ο Καζάκος φέρεται να είπε στους κατοίκους, μετά την επίθεση στα αυτοκίνητα του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, όταν εκείνοι τον ρώτησαν αν έπρεπε να φύγουν: "Δεν πρέπει να φοβάστε πια. Εδώ τώρα είναι ελεύθερη Ελλάδα και κανένας Γερμανός δεν πρόκειται να βάλει το πόδι του ποτέ. Θά 'ρθει μάλιστα από ώρα σε ώρα και 12 χιλιάδες στρατός".



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η νέα παγκοσμιοποίηση έχει τα χρώματα της Κίνας

H αναβίωση του νέου δρόμου του μεταξιού-  2018- της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη Εισαγωγή Η παγκοσμιοποίηση δυτικών προδιαγραφών, ...